Ο Αλέξης Πανσέληνος επιστρέφει δυναμικά, μ’ ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα άξιο προσοχής: ένας δεξιός βιομήχανος χαλβαδοποιίας, ένας αριστερός δικηγόρος που βγαίνει βουλευτής με το κόμμα του Αλέξανδρου Σβώλου, ένας ομοφυλόφιλος ποιητής που βρίσκεται αντιμέτωπος με την κομματική γραμμή του ΚΚΕ, μια κοπέλα από τα Μανιάτικα του Πειραιά που πιάνει δουλειά σε ένα ύποπτο γραφείο χάρη στα αγγλικά που έμαθε πλαγιάζοντας με τους Τόμηδες το ’44, ένας ζωγράφος αριστερός που συνδέεται ερωτικά με την κόρη ενός τραπεζίτη αλλά πέφτει θύμα μιας σκευωρίας ομοτέχνων του, ένας μαχαιροβγάλτης Πειραιώτης που έχει σκοτώσει κόσμο παρατασσόμενος πότε με τους αριστερούς και πότε με τους δεξιούς, αλλά και μερικά πρόσωπα αληθινά που κάποια στιγμή παίρνουν μέρος στην ιστορία, όπως ο Σκαρίμπας και ο Ρίτσος. Υπάρχει επίσης ένας μυστηριώδης πρωτοπρόσωπος αφηγητής ο οποίος κάθε τόσο παρεμβάλλεται στην τριτοπρόσωπη αφήγηση και μοιάζει σαν μαριονετίστας που κινεί τα πρόσωπα του έργου, ο οποίος ενδεχομένως είναι ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου. Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο συγγραφέας μιλά για όλους και για όλα.

Μια ακτινογραφία της μετεμφυλιακής κοινωνίας του ’50. Εχουμε ξεφύγει από τον διχασμό ή παραμένουμε καθηλωμένοι σε αυτόν;

Είναι συνταρακτική η διαπίστωση ότι παραμένουμε καθηλωμένοι στον διχασμό. Βέβαια η φτώχεια φέρνει γκρίνια. Αλλά ακριβώς επειδή στα δύσκολα φαίνεται ο χαρακτήρας του ανθρώπου, στα δύσκολα φαίνεται και ο χαρακτήρας ενός λαού. Υπήρξε λάθος να αναρριπίσουν αυτή την πληγή και να αποδώσουν την πτώχευσή μας στη Δεξιά. Η οικονομική φούσκα της δεκαετίας του ’90 που απογείωσε το δημόσιο χρέος δεν είχε πολιτικό χρώμα. Ηταν αποτέλεσμα της πλεονεξίας και της έλλειψης οράματος για το αύριο. Από την άλλη, οι λανθασμένοι, σπασμωδικοί χειρισμοί που έγιναν βάθυναν κι άλλο το πηγάδι του χρέους και τώρα βρισκόμαστε υποθηκευμένοι για πολλές γενιές στους δανειστές. Η απάντηση των πολιτικών στον καταλογισμό ευθυνών που τους γίνεται είναι πως για όλα όσα υποφέρουμε ευθύνεται η Δεξιά. Ξεχνούν βεβαίως πως απευθύνονται σε έναν λαό που παρά τα θρυλούμενα είναι βαθύτατα συντηρητικός, πολύ περισσότερο δεξιός παρά αριστερός. Αν βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη μια αριστερή πολιτική παράταξη στην κυβέρνηση, δεν συνέβη γιατί ξαφνικά ο κόσμος προσχώρησε μαζικά στην Αριστερά. Τα ποσοστά που της έδωσαν τη δυνατότητα να κυβερνήσει οφείλονται σε μη αριστερούς, σε απολιτικούς, ακόμα και σε δεξιούς που ήλπιζαν να απαλλαγούν από τον ΕΝΦΙΑ.

Ποια ήταν η δραματική ανάγκη που σας ώθησε να συνθέσετε αυτό το πολυπρόσωπο μυθιστόρημα;

Το έναυσμα ήταν η νοσταλγία της παιδικής μου ηλικίας και μιας εποχής που έχει περάσει για πάντα και σήμερα χαρακτηρίζεται ως «ιστορική». Επειδή όμως είμαι σε θέση να γνωρίζω το υπέδαφος της «μαγικής» εκείνης εποχής και να καταλαβαίνω πόσο μαύρη, ματωμένη και άθλια ήταν η πραγματικότητα, βρέθηκα πολύ γρήγορα μπροστά σε μία από αυτές τις έντονες αντιθέσεις που με σπρώχνουν να γράψω. Αποπειρώμενος σήμερα να μιλήσω για εκείνη την εποχή και να θίξω τα στοιχεία που τη χαρακτήριζαν, δηλαδή την έντονη πολιτική αναταραχή, την ακραία φτώχεια και την εξαθλίωση του κόσμου, τα φλογερά πάθη των δύο παρατάξεων που πολέμησαν στον Εμφύλιο, τον τρόμο που επικρατούσε ανάμεσα στους αριστερούς μετά το ’49, την ακραία πόλωση και την εχθρότητα, τις εκτελέσεις, τις φυλακίσεις και τους εκτοπισμούς, την επιστροφή των συνεργατών και των μαυραγοριτών οι οποίοι ουσιαστικά αμνηστεύτηκαν γιατί παρείχαν τα πιο ασφαλή εχέγγυα αντικομμουνισμού, αλλά και την έντονη επιθυμία του κόσμου να ξεφύγει απ’ όλα αυτά πάση θυσία, έπρεπε να είμαι πολύ προσεκτικός στο πώς θα τα κατάφερνα όλα αυτά. Τα ελαφρά ελληνικά τραγούδια που έπαιζε το ραδιόφωνο, αυτά που τραγουδούσε ο κόσμος στις οικογενειακές συγκεντρώσεις, ήταν φωτεινά, χαρούμενα, γεμάτα υποσχέσεις για απόδραση από τη μαυρίλα. Πώς να ζωντανέψω μυθιστορηματικά όλο αυτό το πράγμα; Κατάλαβα εγκαίρως ότι μόνο σπάζοντας την αφήγηση σε μικρές, σύντομες ιστορίες ενός πλήθους χαρακτήρων από όλες τις τάξεις, τις παρατάξεις και τις γειτονιές της Αθήνας θα μπορούσα να το κάνω.

Περιγράφετε εκείνο που συνηθίζουμε να ονομάζουμε αστική τάξη, μάλιστα σε όλο το πολιτικό φάσμα.

Στην αριστερή πλευρά του πολιτικού τόξου εντάσσεται ο Ρώτας, δικηγόρος και ποιητής που εκλέγεται βουλευτής με το κόμμα του Σβώλου και ο οποίος δεν είναι τόσο αριστερός ώστε να βρίσκεται στη φυλακή, αλλά είναι αρκετά για να φοβάται πως εύκολα θα μπορούσε να βρεθεί εκεί. Ο Ρώτας συμβολίζει την εκτός ΚΚΕ αριστερή διανόηση, που όμως για λόγους «αγωνιστικής» συνέπειας, όπως έλεγαν, ακολουθεί τη γραμμή σε πολλά. Στο άλλο άκρο βρίσκονται οι εκπρόσωποι της Γενιάς του ’30, οι οποίοι ως επί το πλείστον εκείνη την εποχή κατέχουν δημόσιες θέσεις και εκφράζονται μέσω της «Νέας Εστίας» και της Εθνικής Εταιρείας Λογοτεχνών, που δημιουργήθηκε για να αντιπαραταχθεί στην «κομμουνιστοκρατούμενη» Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, και μέσω της Ομάδας των Δώδεκα που επικράτησε στον προβεβλημένο τομέα της τέχνης προβάλλοντας μια ουδετερότητα, η οποία θα μετρίαζε τα εξημμένα πάθη. Από πλευράς επινοημένων προσώπων στο μυθιστόρημα βλέπουμε μια πλειάδα χαρακτήρων διαφόρων κοινωνικών τάξεων και νοοτροπιών, από τους πτωχευμένους αριστοκράτες, τον δεξιό χαλβαδοβιομήχανο, τον εκπατρισμένο συνεργάτη των Γερμανών που επιχειρεί να επιστρέψει αλλάζοντας το ονοματεπώνυμό του, τον καιροσκόπο μαυραγορίτη της Καλλιθέας και την οικογένειά του, τον διευθυντή της Ασφάλειας στο Γ’ Αστυνομικό Τμήμα του κέντρου που έχει ψύχωση με τη βασίλισσα Φρειδερίκη και ένα σωρό άλλους.

Σκιαγραφήστε μας το προφίλ του αριστερού διανοουμένου της εποχής, που απασχολεί εσάς και το μυθιστόρημα.

Ο κομμουνιστής διανοούμενος για να γίνει αποδεκτός έπρεπε να είναι απόλυτα υποταγμένος στην κομματική γραμμή –δηλαδή να έχει πάψει να διανοείται και να προωθεί και στην τέχνη τις επιταγές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Αρκετοί, όπως ο Μάρκος Αυγέρης ή ο Ζήσης Σκάρος, έγιναν ακριβώς αυτό. Πολλοί άλλοι όμως, παράλληλα με τα συνεπή στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό έργα, δημιουργούσαν και μια τέχνη πιο προσωπική, δική τους, πιο ανεκτική –ας την πούμε -, μια τέχνη που χωρούσε στα περιεχόμενά της και εκείνες τις πλευρές της ανθρώπινης ψυχής που το Κόμμα θα καταδίκαζε ως παρακμιακές λοξοδρομήσεις –όπως ο Ρίτσος με τα ερωτικά του ή ο Σκαρίμπας που κρύφτηκε πίσω από τον σουρεαλισμό για να ξεπεράσει την κομματική κριτική, αν και όχι πάντα επιτυχώς. Ισχύει πάντα η αρχή –είτε για δεξιά είτε για αριστερή λογοκρισία μιλάμε –πως η τέχνη πάντα εφευρίσκει τρόπους να διαφύγει τον έλεγχο της πολιτικής και τα χάμουρα της ιδεολογίας. Ακριβώς επειδή είναι πολύ ισχυρότερη από κάθε ιδεολογία.

Λεπτή ειρωνεία

Το ιδεολογικό καρναβάλι και η πολύ πικρή κωμωδία

Η γραφή σας ελίσσεται ανάμεσα στις αλληλοεμπλεκόμενες ιστορίες. Τη διαπερνά, θα έλεγε κανείς, μια λεπτή ειρωνεία.

Να θυμίσω ότι την εποχή στην οποία διαδραματίζεται το μυθιστόρημα είναι πολύ έντονη η χρήση της καθαρεύουσας και παράλληλα υπάρχει και μια έντονη πατριδολατρία: η Ελλάς, ο Στρατός, η γαλανόλευκος, λέξεις που πασχίζουν να δημιουργήσουν ή να τονώσουν το αίσθημα της νίκης, της ελευθερίας και της προσδοκώμενης προκοπής του τόπου. Τέτοιου είδους περιεχόμενα το σημερινό βλέμμα δεν μπορεί παρά να τα δει τελείως απομυθοποιημένα, στα αντίθετά τους. Οσα πλασάρουν η επίσημη γλώσσα και η επίσημη ιδεολογία ως τα «εθνικά ιδεώδη» της μετεμφυλιακής Ελλάδας, σήμερα μας αφήνουν να διακρίνουμε κάτω τους το αποτρόπαιο θέαμα μιας σφαγής σε ένα σκηνικό γενικής εξαθλίωσης. Ο πόλεμος της Κορέας, στον οποίο καλείται η Ελλάδα να συνεισφέρει με στρατό, είναι ένας πόλεμος ξένος για εκείνους που θα σταλούν στον 38ο παράλληλο να πεθάνουν. Η χώρα το 1950 είναι ρημαγμένη από όσα έχει περάσει την προηγούμενη δεκαετία, πτωχευμένη ουσιαστικά, ερειπωμένη και ο κόσμος πεινά πραγματικά –όχι όπως «πεινάμε» σήμερα! Οι νικητές του Εμφυλίου επισείουν τη νίκη τους, αλλά δείχνουν και την αναλγησία των αμφιβολιών που τους κατατρύχουν, δεν νιώθουν να πατούν καλά στα πόδια τους και βλέπουν καθαρά πως οι νικημένοι είναι σε κάθε περίπτωση αυτοί που πραγματικά αντιστάθηκαν στους κατακτητές, ενώ οι ίδιοι και οι υποστηρικτές τους είτε έμπρακτα είτε «διά παραλείψεως» συνεργάστηκαν μαζί τους. Είναι το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς το οποίο τους ζεματάει. Εκτός αυτού, έχουν και τον ξένο παράγοντα, ο οποίος τους πιέζει για μια πολιτική πιο σκληρή, ώστε να σιγουρευτεί με τον καλύτερο και σαφέστερο τρόπο ότι η χώρα ανήκει στο δυτικό μπλοκ. Ολο αυτό το ιδεολογικό καρναβάλι συνιστά μια κωμωδία πολύ πικρή, που από τον μυθιστοριογράφο δεν μπορεί να μείνει ανεκμετάλλευτη.