«Ενα αξέχαστο καλοκαίρι»: Το 1996 ο Ζακ Ντουαγιόν παρουσίασε τη «Μικρή Πονέτ» με πρωταγωνίστρια την τετράχρονη Βικτουάρ Τιβισόλ που, ως μικρούλα Πονέτ, χάνει τη μητέρα της σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα (βρισκόταν και η ίδια στο αμάξι τη στιγμή του ατυχήματος –όμως επιβιώνει). Χωρίς να αντιλαμβάνεται πλήρως τι έχει συμβεί, αποτραβιέται από τους γύρω της αναμένοντάς τη να γυρίσει. Η απουσία γίνεται αβάσταχτη: το κοριτσάκι δεν σταματά να την περιμένει, να της μιλάει, να την αναζητεί, δίχως να μπορεί να συλλάβει την έννοια του θανάτου. Η Τιβισόλ, ως μικρό παιδί, δεν ήξερε τίποτα από «υποκριτική» –δεν ήταν καν σε θέση να διαβάσει το σενάριο. Παρ’ όλα αυτά έφυγε από την τότε διοργάνωση του Φεστιβάλ Βενετίας με το βραβείο γυναικείας ερμηνείας. Σάλος τότε από το ακροατήριο που μιλούσε για «σκάνδαλο». «Μπορεί ένα παιδί να καταλαβαίνει οτιδήποτε περί θανάτου και υποκριτικής;» ρωτούσαν. Η τρυφερή ταινία της Κάρλα Σιμόν έρχεται να απαντήσει και στα δύο αυτά ερωτήματα και αφορά την ιστορία της εξάχρονης Φρίντα, που το 1993 χάνει τους γονείς της (ήταν τα χρόνια που θέριζε το AIDS) και φεύγει για να μεγαλώσει στην οικογένεια του θείου της, που περιλαμβάνει ένα άλλο, τρίχρονο κοριτσάκι, την Αννα, στο οποίο και βγάζει όλη την καταπιεσμένη θλίψη της. Γιατί η μικρή Φρίντα δεν ξέρει πώς να εξωτερικεύσει τον πόνο που την κατατρώει, και φυσικά οι επιπτώσεις στη «νέα» οικογένειά της είναι άμεσες. Οι ερμηνείες των δυο παιδιών όμως εκπληκτικές: Η Σιμόν δείχνει να τις έχει πλησιάσει με μεγάλη προσοχή και φροντίδα, και έτσι το πορτρέτο αυτής της θρυμματισμένης αθωότητας εντυπωσιάζει στην ακρίβεια και στον ρεαλισμό του. Ενας λόγος είναι πως η ίδια η Σιμόν είχε βιώσει αυτήν ακριβώς την τραγωδία στην ίδια ηλικία.

Η σκηνοθέτιδα έχει δηλώσει (ακόμα και στον γράφοντα) πως ξεκίνησε μεν από μια αυτοβιογραφική αφετηρία, τα περισσότερα όμως στοιχεία που αφορούν το σενάριο είναι αυστηρώς μυθοπλαστικά. Και πάλι όμως, αντιλαμβάνεσαι πλήρως ότι τα παιδιά αυτά δεν θα μπορούσαν να κινηθούν στο κάδρο και να μας κοιτάξουν με βλέμματα τόσο αληθινά, τόσο διαπεραστικά, αν ο άνθρωπος που τα έβλεπε από την άλλη πλευρά της κάμερας δεν ήξερε ακριβώς τι να αναζητήσει σε αυτά. Και φυσικά, σε μια συνθήκη σαν κι αυτή, δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί» (ένα μικρό σεναριακό θαύμα τούτη η προκύπτουσα ισορροπία): στην πιο αγωνιώδη στιγμή του φιλμ δεν αισθάνεσαι ποτέ πως καλείσαι να πάρεις κάποια θέση. Οχι ότι δεν υπάρχουν αδυναμίες εδώ (κάποιες συγκρούσεις έρχονται πιο «βολικά», δραματικώς μιλώντας, απ’ ό,τι θα έπρεπε σε μια τέτοια ταινία), αλλά το «Ενα αξέχαστο καλοκαίρι» παραμένει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σκηνοθετικά ντεμπούτα που είδαμε τελευταία. Αξίζει.

Βαθμοί: 7

«Αγαπώντας τον Πάμπλο»: Η άνοδος και η πτώση του μεγαλύτερου βαρόνου ναρκωτικών στον κόσμο, Πάμπλο Εσκομπάρ, μέσα από τα μάτια της ερωμένης του και διάσημης δημοσιογράφου Βιρχίνια Βαγιέχο. Ο Μπαρδέμ είναι υπέροχος, μια ζωώδης και αδιανόητα μαγνητική παρουσία, η δε Πενέλοπε Κρουθ εντελώς αδιάφορη και ο χαρακτήρας της, παραδόξως, ελάχιστα συμπαθής. Ναι, υπάρχει εδώ ένας γοργός ρυθμός, γενναίες δόσεις χιούμορ (που προκύπτουν όμως από τη δράση και ποτέ δεν αισθάνεσαι πως είναι «φορεμένα» με έναν κάποιο αυταρχισμό) και ενδιαφέρουσες σκηνοθετικές επιλογές. Δεν λέγεται όμως τίποτα ουσιαστικό. Ολα κινούνται σε ένα αυστηρά επιφανειακό, σχεδόν τηλεοπτικής αισθητικής, επίπεδο. Περνάς καλά δηλαδή, αλλά μετά δεν μένουν και πολλά.

Βαθµοί: 4

«Η συμμορία των 8»: Για να το πούμε γρήγορα: Η Σάντρα Μπούλοκ είναι ο Τζορτζ Κλούνι, η Κέιτ Μπλάνσετ ο Μπραντ Πιτ (και οι δυο βαριούνται), η Αν Χάθαγουεϊ ο Ματ Ντέιμον και γενικώς, όλο το γυναικείο καστ απλά μιμείται τους χαρακτήρες των προηγούμενων φιλμ της σειράς, πλασάροντας αυτό ως «φεμινισμό» –και μάλιστα, όταν η ταινία θυμάται πως πρόκειται για γυναίκες, βάζει τη Χάθαγουεϊ να υστεριάζει μπροστά σε έναν καθρέφτη επειδή φαίνεται «χοντρή» (που αν ήταν πιο αδύνατη δεν θα υπήρχε). Πέραν τούτου, ληστεία σκαρώνεται εδώ, τόσο περίπλοκη που από ένα σημείο και μετά σου διαφεύγουν διάφορα, και δεν σε νοιάζει κιόλας.

Βαθµοί: 3

«Ιστορίες αγάπης που δεν ανήκουν σ’ αυτόν τον κόσμο»: Ενας έρωτας που τελειώνει, αυτός του Φλάβιο για την Κλάουντια, και ένα δράμα που μοιάζει να μην τελειώνει, αυτό της Κλαούντια που δεν μπορεί να τον ξεπεράσει. Υπάρχει ένα μπρος-πίσω στην αφήγηση τούτης της ιταλικής κοινωνικής κομεντί που της προσδίδει ένα κάποιο ενδιαφέρον (βοηθά και η υπέροχη Λουτσία Μασίνο), όμως πολύ γρήγορα το σύνολο πλακώνεται από κλισέ και αφελείς διαπιστώσεις πάνω στις διαπροσωπικές σχέσεις.

Βαθμοί: 4

«Κρυφή συνταγή»: Μετά τον θάνατο του παντρεμένου εραστή του, ένας ντροπαλός γερμανός ζαχαροπλάστης πηγαίνει στον τόπο του αγαπημένου του (δηλαδή, το Ισραήλ) όπου και πιάνει δουλειά στο… καφέ της χήρας. Θα μπορούσε να είναι ένα κάπως «εναλλακτικό» άρλεκιν (με τέτοιο στόρι), αλλά η ταινία προσπαθεί να πλασαριστεί ως βαθυστόχαστο δράμα. Από τις ταινίες που γίνονται μόνο για τα Φεστιβάλ, και για να δικαιολογούν κάποιοι χορηγοί την ύπαρξή τους.

Βαθμοί: 2