Την κατ’ αντιπαράσταση εξέτασή της με τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης, Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, ζήτησε από την Επιτροπή Θεσμών η εισαγγελέας Εφετών, Γεωργία Τσατάνη. Τα μέλη της Επιτροπής αποφάσισαν ότι θα γίνει αν κριθεί αναγκαίο και όταν ολοκληρώσει την κατάθεσή της.

Παράλληλα, η Επιτροπή αποφάσισε μετά από ψηφοφορία (10 υπέρ, 7 κατά και δύο αποχές), να ζητήσει από τον Άρειο Πάγο να της σταλεί το αντίγραφο της πειθαρχικής αγωγής που ασκήθηκε κατά της κ. Τσατάνη για την υπόθεση του επιχειρηματία Ανδρέα Βγενόπουλου, την οποία χειρίστηκε.

Πάντως, η κ. Τσατάνη, όταν ρωτήθηκε εάν έχει αντίρρηση να σταλεί αντίγραφο της πειθαρχικής δίωξής της, επικαλέστηκε την αρχή της μυστικότητας, την οποία, όπως είπε, θέλει ευλαβικά να τηρήσει.

Τόσο η ΝΔ, με τον Μάκη Βορίδη και τον Κώστα Τζαβάρα, όσο και η Δημοκρατική Συμπαράταξη με τον Ευάγγελο Βενιζέλο, εξέφρασαν την αντίθεσή τους, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να ζητήσει κάτι παράνομο, καθώς η πειθαρχική αναφορά διέπεται από την αρχή της μυστικότητας.

Σημείωσαν, ωστόσο, ότι εάν ο Άρειος Πάγος ανταποκριθεί στο αίτημα της Επιτροπής τότε θα πρέπει να ζητήσει να της σταλούν και όλα τα έγγραφα της δικογραφίας που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη υπόθεση. Σε αυτό το αίτημα συναίνεσαν όλα τα υπόλοιπα κόμματα.

Συνεχίζοντας, πάντως, για δεύτερη φορά σήμερα, την κατάθεσή της στην Επιτροπή Θεσμών, η οποία διερευνά τις καταγγελίες της κατά του κ. Παπαγγελόπουλου, η κ. Τσατάνη, επιμένει να υποστηρίζει ότι έγινε προσπάθεια για παρεμβάσεις στο έργο της.

Όταν η πρόεδρος της Επιτροπής, Τασία Χριστοδουλοπούλου, κάλεσε την κ. Τσατάνη να επιβεβαιώσει εάν με δική της πρωτοβουλία έγινε η συνάντησή της με τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης στο γραφείο του, η κ. Τσατάνη απάντησε καταφατικά.

«Αν υπάρχει παράβαση της διάκρισης εξουσιών για τον κ. Παπαγγελόπουλο, τότε την έχετε κάνει και εσείς» επεσήμανε η πρόεδρος της Επιτροπής.

«Όταν ζητήσατε και πήγατε να συναντήσετε τον κ. Παπαγγελόπουλο γνωρίζατε ότι διαφωνούσε που εσείς χειριζόσασταν την υπόθεση του κ. Βγενόπουλου και είχε την άποψη ότι την αρμοδιότητα είχε ο εισαγγελέας διαφθοράς. Ποιος ο λόγος να ζητήσετε να τον συναντήσετε;» ρώτησε η κ. Χριστοδουλοπούλου.

«Συνδέεται άμεσα με το ότι δεν μπορούσα να απαντήσω, πλέον, στις δημόσιες προσβολές που έπλητταν τον θεσμό της δικαιοσύνης… πίστευα ότι ο κύριος υπουργός θα προσπαθούσε να διαφυλάξει το κύρος της δικαιοσύνης και των λειτουργών της..» απάντησε η κ. Τσατάνη.

Οι διάλογοι:

  • Χριστοδουλοπούλου: Αυτό, σε σχέση με τη διάκριση εξουσιών έχει σχέση; Να πάει, δηλαδή, η δικαστική εξουσία στην εκτελεστική να της αλλάξει γνώμη;
  • Τσατσάνη: Η επίσκεψή μου δεν συνδεόταν με κανένα αίτημα νομικής συμβουλής. Καμία σχέση δεν είχε με αυτό, ούτε και με ενδεχόμενη άλλη βοήθεια.
  • Χριστοδουλοπούλου: Πήγατε ενώ ξέρατε ότι είχε αντίθετη άποψη για να του αλλάξετε γνώμη, γιατί λέτε, ενδεχομένως να είχε παραπλανηθεί.
  • Τσατάνη: Βεβαίως και γινόταν παρέμβαση, όταν ο υπουργός μού υποδεικνύει να επιστρέψω τη δικογραφία στο τμήμα διαφθοράς από όπου παράνομα υποστήριξε ότι πήρα και χειρίστηκα.
  • Χριστοδουλοπούλου: Πήγατε να παρέμβετε στην εκτελεστική εξουσία… Σας είπε ποτέ ο κ. Παπαγγελόπουλος, ότι θέλω να καταδικάστε τον κ. Βγενόπουλο, θέλω αυτόν τον άνθρωπο να τον χώσετε μέσα;
  • Τσατσάνη: Μου είπε ότι την έχετε αφαιρέσει τη δικογραφία ένα στάδιο πριν την δίωξή του.
  • Χριστοδουλοπούλου: Σας είπε άστε, γιατί εσύ θα τον απαλλάξεις, δώσε την για να τελειώνουμε, ότι θέλει τον κ. Βγενόπουλο φυλακή;
  • Τσατσάνη: Μου είχε πει ότι ήταν ένα βήμα πριν τη δίωξη. Εκείνος το ισχυρίστηκε όχι εγώ. Δεν μπορώ να γνωρίζω από πού είχε τις πηγές του… Ουδείς άλλος γνωρίζει σε ποιο στάδιο βρίσκεται μία δικογραφία πλην του εισαγγελικού λειτουργού που τη χειρίζεται.
  • Χριστοδουλοπούλου: Είναι παντελώς αόριστα αυτά. Δεν ταυτοποιείται κάποιο ποινικό αδίκημα κατά του κ. Παπαγγελόπουλου. Αναφερθήκατε σε ηθική αυτουργία για κατάχρηση εξουσίας. Ποιο είναι το περιστατικό που περιγράφει αυτό το αδίκημα; Πώς αποπειράθηκε ο υπουργός να σας πείσει να ασκήστε δίωξη σε αθώο ή να απαλλάξετε ένα ένοχο;
  • Τσατσάνη: Έκανα μνεία για να απαντήσω σε αυτά που είπε ο κ. Παπαγγελόπουλος, ότι αυτά που έκανε ήταν πταίσματα, και εγώ του απάντησα ότι είναι κακουργηματικές πράξεις. Ο κ. υπουργός μού είπε παράνομα τη διαχειρίζομαι και αφαίρεσαν την δικογραφία ένα βήμα πριν την δίωξη. Σε ό,τι αφορά τη φορτικότητα, έλαβε χώρα στην τηλεφωνική μας επικοινωνία στις 22/112015 που μου είπε ότι οφείλω να την επιστρέψω άμεσα, ότι θα ακολουθήσει άγριος πόλεμος. Μου συνέστησε να την επιστρέψω άμεσα για να κάνω ήρεμα Χριστούγεννα με την οικογένειά μου… με απείλησε.
  • Χριστοδουλοπούλου: Πήγατε με πρωτοβουλία δική σας στη συνάντηση, ενώ ξέρατε ότι ήταν εναντίον σας, είπατε πήγατε για το κύρος της δικαιοσύνης. Γιατί δεν πήγατε στον υπουργό Δικαιοσύνης, τον κ. Παρασκευόπουλο, που δεν είχε εμπλακεί με την υπόθεση; Γιατί επιλέξατε να πάτε στον κ. Παπαγγελόπουλο;
  • Τσατσάνη: Επειδή ο ίδιος με είχε στοχοποιήσει. Επισκέφθηκε την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και ζήτησε τη δίωξή μου στις 4/11/2015. Το πρόβλημά μου δεν ήταν ο κ. Παρασκευόπουλος. Όταν σπιλώνεται η υπηρεσιακή μου τιμή δεν έχει αντίκτυπο στο κύρος της δικαιοσύνης; Όταν βάλετε ένας θεσμός, όταν λέει ο υπουργός είμαι κλέφτης δικογραφιών; Δεν ξύπνησα ένα πρωί και είπα ‘σήμερα τι θα κάνω;’ Και αποφάσισα ότι αυτή τη δικογραφία την παραλάβω.
  • Χριστοδουλοπούλου: Είπατε δεν αμφισβητείτε την εντιμότητα του κ. Παπαγγελόπουλου, αλλά τη σοβαρότητά του. Ποιο είναι το ποινικό αδίκημα.
  • Τσατσάνη: Η αμφισβήτηση της σοβαρότητάς του έχει την ερμηνεία ότι όφειλε ως εκπρόσωπος του θεσμού της δικαιοσύνης να αντιμετωπίσει ένα άλλο θεσμικό όργανο, εισαγγελικό όργανο και να ενεργήσει στα όρια της ευπρέπειας. Εκεί εστιάζω την σοβαρότητα του.
  • Χριστοδουλοπούλου: Είναι κατάχρηση εξουσίας η έλλειψη ευπρέπειας;
  • Τσατσάνη: Έχω υποβάλει αναφορά και αναφέρομαι σε δύο πραγματικά περιστατικά. Είναι στη κρίση σας.
  • Χριστοδουλοπούλου: Πήγατε να πείσετε έναν παραπληροφορημένο υπουργό. Αν υπάρχει παράβαση διάκρισης εξουσιών τότε την έχετε κάνει και εσείς.
  • Τσατσάνη: Ήρθα να δώσω εξηγήσεις περί της αναφοράς μου, τα υπόλοιπα είναι στη κρίση της Επιτροπής.

Η συζήτηση θα συνεχιστεί στις 12 Ιουλίου.