H Αλεξανδρούπολη, ο πρώην πρόξενος Ποπόφ, το Αγιο Ορος και η χρηματοδότησή του με σκοπό τον έλεγχο στην περιοχή, η μυστική διπλωματία, πολιτική και εκκλησιαστική, κατάσκοποι και «περίεργες» κινήσεις στη Βόρεια Ελλάδα με φόντο το «Μακεδονικό».

Όλα αυτά συνθέτουν το παζλ των ελληνορωσικών σχέσεων που πλέον βρίσκονται στο ναδίρ, ειδικά μετά τις απελάσεις ρώσων διπλωματών και τα όσα έχουν συμβεί τις τελευταίες ημέρες.

Όπως αποκαλύπτει το Βήμα της Κυριακής, τα τελευταία γεγονότα, πέραν του ότι δείχνουν μια ολοκληρωτική στροφή της ελληνικής διπλωματίας στη Δύση, προκαλούν προβληματισμό και πολλά ερωτήματα σχετικά με το τι συνέβη τελικά κι αν οι Ρώσοι όντως έπαιξαν ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι προκειμένου να ενισχύσουν το «μακεδονικό πνεύμα» και την αντίσταση κατά της συμφωνίας των Πρεσπών.

Πρόκειται για μια εκδοχή που ενδεχομένως βολεύει την κυβέρνηση η οποία έχει καταγγείλει εκβιασμούς βουλευτών και σχέδιο εκτροπής. Ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και οι ΑΝΕΛ που κάποτε ήταν πολύ κοντά στη Μόσχα και ζητούσαν δάνεια, εκτύπωση δραχμών ή συμπράξεις για συμπαραγωγή όπλων, τώρα έχουν ξεθάψει το τσεκούρι του πολέμου κατά της Ρωσίας.

Η Αλεξανδρούπολη

Μια ματιά μόνο στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων δείχνει το πολύ κακό κλίμα που επικρατεί μεταξύ των δύο χωρών.Σύμφωνα με το Βήμα, στο κέντρο της Αλεξανδρούπολης, στη λεωφόρο Δημοκρατίας 349, βρίσκεται το «ρωσικό σπίτι», ένας πολιτιστικός σύλλογος, πρόεδρος του οποίου είναι η Ιουλία Γαβρίλοβα, σύζυγος του Γκαμπαερίδη.

Το «ρωσικό σπίτι» πρωτοστάτησε στην ανέγερση του μνημείου των στρατιωτών και σε πολλές άλλες δραστηριότητες, όπως η επίσκεψη τον Μάιο του 2017 πολυμελούς αντιπροσωπείας από την Αγία Πετρούπολη υπό τον επικεφαλής των οκτώ δήμων της πόλης Βαλερί Γκάρνετς, η ίδρυση Γραφείου Ενημέρωσης και Επιχειρηματικής Συνεργασίας του Δήμου Αλεξανδρούπολης με την Αγία Πετρούπολη, η ανέγερση ναΐσκου ρωσικού ρυθμού σε χώρο του στρατοπέδου ΖΗΣΗ, τον οποίο παραχώρησε το υπουργείο Εθνικής Αμυνας στη Μητρόπολη Αλεξανδρουπόλεως.

Ο Γκαμπαερίδης δηλώνει πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Παλιννοστούντων Επιχειρηματιών, σύμβουλος του δημάρχου Αλεξανδρούπολης και του κυβερνήτη της Αγίας Πετρούπολης, και ήταν από εκείνους που προωθούσαν τη δραστηριοποίηση της ρωσικής τράπεζας Rost Βank, εκπρόσωποι της οποίας είχαν συναντηθεί τον Νοέμβριο του 2014 με τον τότε υφυπουργό Εξωτερικών Ακη Γεροντόπουλο. Εκτός από την Αλεξανδρούπολη, φρόντισε να αδελφοποιήσει με την Αγία Πετρούπολη και τους δήμους Κομοτηνής και Δράμας.

Ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς τον διόρισε επίτιμο πρόξενο της ρωσικής ομοσπονδίας με έδρα την Αλεξανδρούπολη στις 24 Μαρτίου 2015 αλλά το επόμενο έτος ανακάλεσε τον διορισμό του με νέο προεδρικό διάταγμα (27 Μαΐου 2016).

Η επίσκεψη Πάιατ

Η Αλεξανδρούπολη μετατρεπόταν αργά σε μια «ρωσική πόλη». Ολα άλλαξαν με την έλευση του αμερικανού πρεσβευτή Τζέφρι Πάιατ στην Αθήνα.Ο Πάιατ με τις συχνές επισκέψεις του στη Βόρεια Ελλάδα και στο Αγιον Ορος ανέδειξε το ισχυρό ενδιαφέρον της χώρας του για την περιοχή, η οποία θεωρείται για γεωστρατηγικούς λόγους ιδιαίτερα σημαντική.

Ο Γκαμπαερίδης συμμετείχε στην ίδρυση του ελληνικού παραρτήματος της οργάνωσης Αυτοκρατορική Ορθόδοξη Παλαιστινιακή Ενωση, το οποίο ιδρύθηκε στη Βέροια, στις 14 Οκτωβρίου 2016, παρουσία του πρώην πρωθυπουργού της Ρωσικής Ομοσπονδίας Σεργκέι Στεπάσιν.

Η πόλη επελέγη εξαιτίας του θρησκευτικού μνημείου που ονομάζεται «Βήμα του Αποστόλου Παύλου», στον περιβάλλοντα χώρο του οποίου βρίσκεται ανδριάντας του Αποστόλου των Εθνών, δωρεά του Πατριαρχείου Μόσχας και της Ρωσικής Ακαδημίας Τεχνών και επειδή ο Μητροπολίτης Παντελεήμων θεωρείται φίλος της Μόσχας. Τον Μάιο του 2017 η Ενωση πραγματοποίησε εκδήλωση υπό την αιγίδα του Γενικού Προξενείου της Ρωσίας για την 135η επέτειο της ίδρυσής της, στο Βασιλικό Θέατρο Θεσσαλονίκης, στην οποία παρέστη η αναπληρώτρια γενική γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Αναπτυξιακής Συνεργασίας του υπουργείου Εξωτερικών Κυριακή Τεκτονίδου.

Σύμφωνα με τη Real News, σημαντικό ρόλο στην εκτέλεση αυτού σχεδίου ελέγχου της αθωνικής πολιτείας, σημαίνοντα ρόλο έπαιξε ο πρώην γενικός πρόξενος της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη, Αλεξέι Ποπόφ. Πρόκειται για το πρόσωπο που είχε τον έλεγχο τω επαφών με τους ιερωμένους, αλλά και την εποπτεία των χρηματοδοτήσεων στο Άγιο Όρος.

Ο άνθρωπος – κλειδί

Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, ο Ποπόφ ήταν ο άνθρωπος – κλειδί, πίσω από την προσπάθεια των Ρώσων να αυξήσουν την επιρροή τους στο Άγιο Όρος και να αποκτήσουν ισχυρά ερείσματα σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα.Επισκέφθηκε το Άγιο Όρος για πρώτη φορά το 1976 ως ακόλουθος της πρεσβείας της -τότε- ΕΣΣΔ στην Αθήνα. Από τότε, πήγαινε πολύ τακτικά. Είναι χαρακτηριστικό πως δεν έχει λείψει από καμία σημαντική επίσκεψη Ρώσου πολιτικού ή θρησκευτικού αξιωματούχου εκεί, τα τελευταία χρόνια.

Επίσης, αξίζει να σημειωθεί, πως ήταν εκείνος που ανέγνωσε τους χαιρετισμούς του Ρώσου προέδρου, Βλαντίμιρ Πούτιν, και του πρωθυπουργού Μεντβέντεφ,, κατά την ενθρόνιση του νέου ηγουμένου της Μονής Αγίου Παντελεήμονος Ευλογίου, τον Οκτώβριο του 2016.

Ο Ποπόφ μιλά άπταιστα ελληνικά και έχει άριστη γνώση γύρω από θέματα ορθοδοξίας.

Σύμφωνα με πληροφορίες της “Real News”, κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Γενικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης, η ρωσική χρηματοδότηση προς της μονές του Αγίου Όρους αυξήθηκε. Στόχος ήταν να αυξηθεί η επιρροή του Πατριαρχείου της Μόσχας στο Άγιο Όρος, σε βάρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.

Ωστόσο, τον τελευταίο χρόνο, όταν έγινε γνωστό στη Μόσχα ότι Αθήνα και Σκόπια ήταν σε καλό δρόμο για την επίλυση του Σκοπιανού, οι Ρώσοι θέλησαν να εμποδίσουν τη συμφωνία. Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, με τα ρωσικά χρήματα στο Άγιο Όρος φέρονται να χρηματοδοτήθηκαν κινητοποιήσεις κατά της συμφωνίας των Πρεσπών. Παράλληλα, επιχειρήθηκε και η απόπειρα χρηματισμού βουλευτών.

Πριν από λίγες εβδομάδες, ο πλήρης φάκελος της υπόθεσης έφτασε στο Μέγαρο Μαξίμου. “Κομμένη η πλάκα”, φέρεται να είπε ο Αλέξης Τσίπρας στους συνεργάτες του, ζητώντας να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα.

Κυβερνητικές πηγές απορρίπτουν τις αιτιάσεις ότι η Αθήνα ήθελε να δώσει διαπιστευτήρια στις ΗΠΑ εν όψει της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ. “Δεν γινόμαστε η ουρά κανενός, είπε χαρακτηριστικά ανώτατος κυβερνητικός παράγοντας. Μάλιστα, επισημαίνει πως η Ελλάδα δεν υπέκυψε στις πιέσεις να προχωρήσει σε απελάσεις με αφορμή την υπόθεση Σκριπάλ, επειδή τότε πίστευε πως δεν υπήρχαν επαρκείς αποδείξεις. “Αυτή τη φορά υπήρχαν οι αποδείξεις, διαπιστώσαμε παιχνίδι σε βάρος της χώρας”, τονίζει.