Αλλο η ατομική διάκριση, άλλο το συλλογικό επίτευγμα. Αλλο το παράσημο στο πέτο του ενός, άλλο το τρόπαιο που αντανακλά την προσπάθεια όλης της ομάδας. Χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι δεν μπορούν και να συγχρονιστούν. Στο Μουντιάλ 2018 πάντως διευρύνθηκε μία παράδοση που φλερτάρει με τα όρια του οξύμωρου (αν δεν τα έχει ξεπεράσει ήδη). Για 6η σερί φορά ο best player της διοργάνωσης –που παραλαμβάνει το βραβείο Golden Ball – δεν αναδεικνύεται και παγκόσμιος πρωταθλητής.

Δεν είναι δηλαδή ο Λούκας Μόντριτς ο πρώτος ηττημένος τελικού που παρασημοφορείται ουσιαστικά ως MVP του τουρνουά. Το 2014 παρέλαβε το αντίστοιχο βραβείο ο Λιονέλ Μέσι, παρ’ ότι δεν αποτίναξε το εθνικό του απωθημένο. Η Αργεντινή κοντοστάθηκε στην πηγή, αλλά δροσίστηκαν οι Γερμανοί με το γκολ του Μάριο Γκέτσε στην παράταση (1-0).

Το 2010 ο Ντιέγκο Φορλάν δεν ήταν καν φιναλίστ. Η Ουρουγουάη ηττήθηκε σε ημιτελικά και μικρό τελικό, αλλά ο εκ των πρώτων σκόρερ της διοργάνωσης (πέντε γκολ) αναδείχτηκε κορυφαίος του τουρνουά.

Εναν ατομικό τίτλο που κέρδισε και ο Ζινεντίν Ζιντάν το 2006. Κι ας είχε «κρεμάσει» τη Γαλλία στον τελικό με την αλήστου μνήμης κουτουλιά (που επέσυρε την κόκκινη κάρτα) στο στέρνο του Ιταλού Μάρκο Ματεράτσι. Ως ένα βαθμό μοιραίος μπορεί να θεωρηθεί και ο MVP του Μουντιάλ 2002 Ολιβερ Καν. Ο τερματοφύλακας της Γερμανίας προσπάθησε ανεπιτυχώς να μπλοκάρει την μπάλα σε σουτ του Ριβάλντο και ο Ρονάλντο που καραδοκούσε χάραξε τον δρόμο της στέψης για τη Βραζιλία σημειώνοντας το πρώτο από τα δύο γκολ του (2-0).

Το «φαινόμενο» της Βραζιλίας είχε αναδειχτεί best player στο Μουντιάλ του 1998, παρ’ ότι στον τελικό ήταν ωσεί παρών (με διάφορες εκδοχές να έχουν κυκλοφορήσει για όσα προηγήθηκαν). Στο Σταντ ντε Φρανς έβαλε τότε φαρδιά πλατιά την τζίφρα του ο Ζινεντίν Ζιντάν στην πρώτη στέψη της Γαλλίας (νίκησε 3-0 τη Σελεσάο).

Από την εποχή του Ρομάριο

Για να βρεθεί κάτοχος του μουντιαλικού βραβείου Golden ball που στέφθηκε και παγκόσμιος πρωταθλητής θα πρέπει να ανατρέξουμε στο 1994. Τότε στα γήπεδα των ΗΠΑ ο Ρομάριο σήκωσε το βαρύτιμο τρόπαιο με τη Βραζιλία εξασφαλίζοντας συνάμα και το έξτρα παράσημο.

Πριν από τον Ρομάριο πάντως υπάρχουν και άλλα παραδείγματα με ποδοσφαιριστές που κέρδισαν την ατομική διάκριση χωρίς να φτάσουν με τη χώρα τους στον κολοφώνα της δόξας. Το 1990 ο Σαλβατόρε Σκιλάτσι (3η θέση με τη Ιταλία και τοπ σκόρερ της διοργάνωσης με 6 γκολ), το 1974 ο Ολλανδός Γιόχαν Κρόιφ (2ος με Ολλανδία), το 1954 ο Ούγγρος Φέρεντς Πούσκας (2ος με Ουγγαρία) με κοινή συνισταμένη σε αυτές τις τρεις διοργανώσεις τη στέψη της Δυτικής Γερμανίας.

Προηγήθηκαν όμως και δύο Βραζιλιάνοι. Ο τοπ σκόρερ με επτά γκολ στο Μουντιάλ του 1938 Λεονίντας ντα Σίλβα (3η θέση η χώρα του, πρώτη η Ιταλία) και ο Ζιζίνιο το 1950 (φιναλίστ).

Ποσοστό 52,4%

Συμπερασματικά στα 11 από τα 21 Μουντιάλ ο κορυφαίος παίκτης του τουρνουά δεν σήκωσε και την κούπα του πρωταθλητή (ποσοστό 52,4%).

Χρήζει δε επισήμανσης ότι το βραβείο απονέμεται από το 1982 ως Adidas golden ball και για τις ανάγκες του τελετουργικού η τεχνική επιτροπή της FIFA -Technical Study Group (παλαιότερα ψήφιζαν τα ΜΜΕ) – δεν περιμένει την κατάληξη του τελικού για την ετυμηγορία. Αυτό αποτελεί προφανώς και μία εξήγηση γιατί ο κορυφαίος δεν είναι συχνά και παγκόσμιος πρωταθλητής.

Υπάρχουν πάντως 10 παίκτες που κατέκτησαν και το ατομικό παράσημο και το στέμμα με τη χώρα τους: Χοσέ Νασάτσι (Ουρουγουάη 1930), Τζουζέπε Μεάτσα (Ιταλία 1934), Ντίντι (Βραζιλία 1958), Γκαρίντσα (Βραζιλία 1962), Μπόμπι Τσάρλτον (Αγγλία 1966), Πελέ (Βραζιλία 1970), Μάριο Κέμπες (Αργεντινή 1978), Πάολο Ρόσι (Ιταλία 1982), Ντιέγκο Μαραντόνα (Αργεντινή 1986) και Ρομάριο (Βραζιλία 1994).