Η πολιτική της Γερμανίας απέναντι στην Ευρώπη είναι πολιτική απόρριψης και αποσύνδεσης. Οσοι χαράσσουν πολιτική στη Γερμανία αρνούνται στις χώρες της ευρωζώνης που πλήττονται από την κρίση μια πιο ενεργή δημοσιονομική πολιτική. Αρνούνται να υποστηρίξουν μια ευρωπαϊκή ατζέντα επενδύσεων ώστε να δημιουργηθεί ζήτηση και ανάπτυξη. Εχουν θέσει ως κύριο στόχο στο εσωτερικό της χώρας την επίτευξη δημοσιονομικού πλεονάσματος και όχι μια ταχύτερη πιθανή ανάπτυξη. Και έχουν αρχίσει να στρέφονται κατά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην προσπάθεια που κάνει κατά του αποπληθωρισμού και της μείωσης των πιστώσεων. Και στα τέσσερα αυτά μέτωπα η Γερμανία κάνει λάθος.

Εχει δίκιο βέβαια που απορρίπτει τις στενόμυαλες εκκλήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας για δημοσιονομική επέκταση χωρίς όρους. Εχει όμως τη δύναμη να επιβάλει μεταρρυθμίσεις με στόχο τη σταθερότητα.

Η γερμανική κυβέρνηση μπορεί να χρησιμοποιήσει τη σημαντική δύναμή της για να κάνει τη Γαλλία και την Ιταλία να πραγματοποιήσουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται, επιτρέποντας ταυτόχρονα τη λήψη μέτρων φιλικών προς την ανάπτυξη προκειμένου να αντιμετωπισθεί ο κίνδυνος αποπληθωρισμού που πλανάται πάνω από την ευρωζώνη. Επίσης η Γερμανία έχει την ισχύ να αυξήσει την αξιοπιστία της ΕΚΤ και κατά συνέπεια τις προσπάθειές της να διασφαλίσει ότι θα υπάρχει μελλοντική σταθερότητα στις τιμές και πως δεν θα υπάρχει κίνδυνος χρηματοπιστωτικού ντόμινο.

Η Ευρώπη χρειάζεται την επίτευξη μιας μεγάλης συμφωνίας που θα περιλαμβάνει στενό συντονισμό για την πραγματοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και για τη χάραξη δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Η σχετική οικονομική και πολιτική σταθερότητα της Γερμανίας κάνει τη χώρα μια από τις πιο σημαντικές πρωταγωνίστριες στην ανάπτυξη και στην εφαρμογή τέτοιων πολιτικών. Το ερώτημα είναι εάν οι ηγέτες της Γερμανίας θα το καταλάβουν αυτό προτού η οικονομία της Ευρώπης αντιμετωπίσει ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα.

Ο Μαρσέλ Φράτσερ είναι πρώην επικεφαλής του τμήματος ανάλυσης διεθνούς πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, πρόεδρος του ινστιτούτου DIW στο Βερολίνο και καθηγητής Μακροοικονομικών στο Πανεπιστήμιο Humboldt