Η πρώτη προτεραιότητα της νέας Επιτροπής, και ορθώς, είναι να προωθήσει μια φιλόδοξη ατζέντα για την απασχόληση και την ανάπτυξη. Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις η οικονομική ανάπτυξη για το υπόλοιπο έτος θα είναι ασθενής, τόσο στην ΕΕ όσο και στη ζώνη του ευρώ. Ο αναμενόμενος ρυθμός ανάκαμψης παραμένει χαμηλός, έχοντας μικρό αντίκτυπο στην αντιμετώπιση της επίμονα υψηλής ανεργίας. Και η απώλεια ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης εν μέσω της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας συνεχίζεται.

Πρέπει να δράσουμε άμεσα. Καθώς έχει τελειώσει η κρίση του δημόσιου χρέους, είναι ανάγκη να δοθεί νέα πνοή στην προώθηση των επενδύσεων. Εξαιτίας της κρίσης οι επενδύσεις σημείωσαν πτώση κατά περίπου 430 δισ. ευρώ σε σχέση με το υψηλότερο επίπεδό τους το 2007, κάτι που σημαίνει ότι μειώθηκαν κατά 15%. Σε ορισμένα κράτη-μέλη η εν λόγω μείωση ήταν ακόμη πιο έντονη. Πρέπει να κινητοποιηθούν οι χρηματοδοτικοί πόροι του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, ώστε το κάθε ευρώ του δημόσιου χρήματος να χρησιμοποιηθεί για την πραγματοποίηση νέων ιδιωτικών επενδύσεων, χωρίς όμως τη συσσώρευση νέων δημόσιων χρεών.

Η νέα επενδυτική επίθεση δεν θα διατηρηθεί από μόνη της. Πρέπει να αναλάβουμε πολιτική δράση σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης ώστε να εξασφαλίσουμε την ανάπτυξη και την απασχόληση, αξιοποιώντας όλους τους διαθέσιμους μοχλούς της οικονομίας, τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και από την πλευρά της προσφοράς. Πρέπει να συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε τους δομικούς παράγοντες που προκαλούν χρόνιες αδυναμίες της συνολικής ζήτησης, ιδίως τις επενδύσεις. Παράλληλα πρέπει να ενισχύσουμε την ανταγωνιστικότητά μας, να κινητοποιήσουμε το προϊόν που είναι δυνατόν να παραχθεί και να διευρύνουμε τα όρια παραγωγικότητας της Ευρώπης.

Η απάντηση στις παρούσες οικονομικές δυσκολίες δεν μπορεί να δοθεί εκ των άνω. Στις Βρυξέλλες δεν υπάρχει κάποια μαγική συνταγή ή κάποιο κουμπί ανάπτυξης που μπορούμε να πατήσουμε. Θα μπορέσουμε να αποκαταστήσουμε την ευημερία και την εμπιστοσύνη στις ευρωπαϊκές κοινωνίες μόνο εάν συνδυάσουμε τη διαρθρωτική, τη δημοσιονομική και τη νομισματική πολιτική στο επίπεδο των κρατών-μελών και της ΕΕ, με ολοκληρωμένο και φιλικό προς την ανάπτυξη τρόπο. Το πρόγραμμα επενδύσεων θα πρέπει να προσαρμόζεται σε αυτούς τους στόχους άσκησης πολιτικής. Η ΕΚΤ έχει ήδη λάβει μια σειρά από σημαντικά μέτρα που αποσκοπούν στη χαλάρωση της θέσης της νομισματικής πολιτικής και στη βελτίωση της μετάδοσής της στους γενικότερους οικονομικούς όρους. Θα εξακολουθήσει να παίζει πρωταρχικό ρόλο στη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας στο πλαίσιο της εντολής της και σεβόμενη την πλήρη ανεξαρτησία της.

Η ανάγκη διαμόρφωσης ενός προγράμματος επενδύσεων για την Ευρώπη έχει στοιχειοθετηθεί επαρκώς. Τα επίπεδα των επενδύσεων στην ΕΕ είναι κατά 270 έως 340 δισ. ευρώ κάτω από το επίπεδο που παραδοσιακά θεωρείται βιώσιμο. Η πτώση των επενδύσεων οφείλεται εν μέρει στη διόρθωση της παρελθούσας κατάστασης υπερεπενδύσεων (ιδίως στην αγορά ακινήτων σε ορισμένες χώρες), αλλά σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής οι αναιμικές επενδύσεις συνεχίζουν να αποτελούν τροχοπέδη για την ευαίσθητη ανάκαμψη της ΕΕ, ιδίως στη ζώνη του ευρώ. Παρά την άφθονη ρευστότητα, το ιδιωτικό και το δημόσιο χρέος παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και περιορίζουν τα περιθώρια χρηματοδοτικών ελιγμών πολλών παραγόντων. Ταυτόχρονα υπάρχουν πολλές επενδυτικές ανάγκες και οικονομικά βιώσιμα έργα που αναζητούν χρηματοδότηση.

Η αβεβαιότητα και η αποφυγή ανάληψης κινδύνων από τους αναδόχους έργων παρακωλύουν τις πραγματικές επενδύσεις. Είναι ανάγκη να εδραιωθεί η εμπιστοσύνη στο γενικότερο οικονομικό πλαίσιο, η προβλεψιμότητα και η σαφήνεια στο πολιτικό και στο ρυθμιστικό περιβάλλον, η πίστη στο δυναμικό των επενδυτικών σχεδίων που καταστρώνονται και στην ικανότητα ανάληψης κινδύνου, έτσι ώστε να ενθαρρυνθούν οι επενδύσεις και να προσελκυσθούν ιδιώτες επενδυτές και ανάδοχοι έργων. Οι Αρχές σε όλα τα επίπεδα πρέπει να επιληφθούν των θεμάτων αυτών. Στο σημείο αυτό μπορεί να παρέμβει η ΕΕ με τα εφόδια που διαθέτει, όπως τα μέσα που της παρέχει ο προϋπολογισμός της ΕΕ και η ΕΤΕπ, που αποτελεί την τράπεζα της ΕΕ, ώστε να παίξει έναν μοναδικό ρόλο.

Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΤΕπ, ετοιμάζεται να δρομολογήσει μια τριετή πρωτοβουλία ύψους 300 δισ. ευρώ με σκοπό την προώθηση των επενδύσεων. Ετσι, θα μπορέσουν να απελευθερωθούν οι τόσο απαραίτητες επενδύσεις και να αναληφθούν κίνδυνοι σε κομβικούς τομείς, όπως είναι οι υποδομές, η εκπαίδευση, η έρευνα και η καινοτομία, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η ψηφιακή οικονομία και η ανάπτυξη των ΜΜΕ.

Ακριβώς στο πλαίσιο αυτό, τα ρυθμιστικά εμπόδια που παρακωλύουν την πραγματοποίηση επενδύσεων πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ενδελεχούς εξέτασης και, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο, να καταργηθούν. Καλούμαστε παράλληλα να καινοτομήσουμε και να διευκολύνουμε ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη κοινών χρηματοδοτικών μηχανισμών.

Η εν λόγω πρωτοβουλία πρέπει να εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική που θα αποσκοπεί στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ώστε να εκσυγχρονιστούν τομείς όπως η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες και η ψηφιακή οικονομία με μια φιλόδοξη ατζέντα για την ενιαία αγορά καθώς και μέτρα για τη δημιουργία μιας ένωσης των αγορών κεφαλαίου με νέες ευκαιρίες ανάπτυξης και απασχόλησης. Επιπλέον, πρέπει να διαθέτει ευελιξία ώστε να ανταποκρίνεται στις διαφορετικές ανάγκες των αντίστοιχων τομέων και περιφερειών. Τελευταίο στοιχείο, εξίσου σημαντικό όμως, είναι ότι θα πρέπει η άσκηση υπεύθυνων δημοσιονομικών πολιτικών που θα προσαρμόζονται κατάλληλα στις συνθήκες της κάθε χώρας να στηρίξει την ανάκαμψη, καλλιεργώντας έτσι την απαραίτητη εμπιστοσύνη στην πραγματοποίηση επενδύσεων σε ένα μέλλον ευημερίας στην ΕΕ.

Ο Γίρκι Κατάινεν είναι αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής

Επιτροπής, αρμόδιος για την Απασχόληση, την Ανάπτυξη,

τις Επενδύσεις και την Ανταγωνιστικότητα. Ο Βέρνερ Χόιερ είναι πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων