Το πόσο καθυστερημένοι τελικά παραμένουμε όλοι μας το καταλαβαίνεις όταν ακούσεις τους περισσότερους να μιλάνε για αλλαγή, ενώ δεν θέλουν ουσιαστικά τίποτε να αλλάξει. Να φοβούνται την αλλαγή περισσότερο και από τους ανθρώπους που την πολεμούν εκείνοι που την επικαλούνται ως προϋπόθεση για την εξέλιξη και προπαντός για εκείνο το ανεκδιήγητο «να προχωρήσουμε γοργά προς το μέλλον». Σάμπως να μην είναι το ίδιο το μέλλον που θα έρθει να μας συναντήσει είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε και να περιμένει εμάς να αποφασίσουμε για τον ερχομό του. Αφού αν γινόταν θα κάναμε ό,τι είναι δυνατόν να μην υπάρξει καθώς ταυτίζεται με τον αφανισμό μας.

Με τόσο έκδηλη όμως τη λατρεία της αλλαγής θα μπορούσε να ζητήσει κανείς μια ελάχιστη συνέπεια, όπως αίφνης να αντιληφθούμε όλοι μας ότι η έννοια της πολιτικοποίησης, όπως τουλάχιστον μας ήταν γνωστή ώς τώρα, χρειάζεται πρόρριζα να ξεριζωθεί, μια και δεν επέφερε παρά μόνο δεινά –ή τουλάχιστον τα ευεργετήματά της ήταν πολύ λιγότερα σε σχέση με τις ζημιές που προκάλεσε. Λειτούργησε περισσότερο ως άλλοθι αφού με το να είναι πολιτικοποιημένος κανείς έδινε την εντύπωση πως ενδιαφέρεται για το καλό όλης της ανθρωπότητας, επομένως δεν χρειαζόταν να κουνήσει το μικρό του δαχτυλάκι αν ο διπλανός του δοκιμαζόταν σκληρά.

Με το να εργάζεσαι για τη βελτίωση της ζωής όλων των ανθρώπων, μπορείς θαυμάσια να επικαλεσθείς για την αδράνεια, σε προσωπικό επίπεδο, την αλλαγή που ευαγγελίζεσαι και θα περικλείσει μέσα της, όταν κάποτε συμβεί, και τον άνθρωπο που ως μονάδα σού είναι αμελητέος. Σε σημείο μάλιστα να γίνεται διαβλητός όποιος λογαριάζει τον πόνο του ενός ανθρώπου τόσο σεβαστό όσο και την οδύνη εκατομμυρίων ανθρώπων και σχεδόν να εγκαλείται γιατί καθυστερεί την αλλαγή με το να επικεντρώνεται στο δένδρο και όχι στο δάσος.

Εχουν δει τόσα τα μάτια μας ώστε το εκδηλωμένο με πάθος ενδιαφέρον οποιουδήποτε για τα προβλήματα της ανθρωπότητας, είτε πρόκειται για πολιτικό είτε για δημοσιογράφο είτε για καλλιτέχνη, να προκαλεί την ασφαλέστερη εγγύηση ότι τα προβλήματα θα παραμείνουν άλυτα –ή θα «λυθούν» εν μέρει και μακροπρόθεσμα με τρόπο ζημιογόνο. Καθώς τα προβλήματα των άλλων μεταβάλλονται σε έναν επιδερμικό λόγο υπάρξεως γι’ αυτούς που δεν τα έχουν. Με το να γίνεται όμως κάτι ανάλογο με τα προβλήματα των άλλων, για προνομιούχους κατά κανόνα ανθρώπους, επόμενο είναι η υιοθέτησή τους να συγκινεί επειδή συνδυάζεται με τη θεαματοποίησή τους.

Ποιος ο λόγος λοιπόν να ενδιαφερθείς για έναν μόνο πάσχοντα άνθρωπο αφού κανείς δεν πρόκειται να το μάθει, όταν με τη μέριμνά σου –την υποθετική ωστόσο –για τους πολλούς η επικαιρότητα θα σε εγκολπωθεί αργά ή γρήγορα ως ένα πρόσωπο παρεμβατικό και κοινωφελές; Ή ποιος θα αρνηθεί να αποκτήσει το φωτοστέφανο του ευεργέτη της ανθρωπότητας όταν μάλιστα δεν στοιχίζει τίποτε, αφού παραμένει μόνο λόγια, όταν το έμπρακτο ενδιαφέρον για έναν μόνο δεν γίνεται παρά να έχει κόστος και ηθικό και οικονομικό;

Πόσο πιο καθαρά θα μπορούσε να μας τα έχει πει η ποίηση και μάλιστα χάρις σε δύο διαμετρικά αντίθετους ιδεολογικά λειτουργούς της, όπως είναι ο Ρίλκε όταν γράφει «Φτάνει να καθαρίσει ο καθένας το κατώφλι του σπιτιού του για να λάμψει σε λίγο όλη η πόλη» ή ο δικός μας Τάσος Λειβαδίτης όταν συμπεραίνει με έναν κρυφό σπαραγμό «Ετρεχα να σώσω την ανθρωπότητα ποδοπατώντας τους διπλανούς μου». Φαίνεται μια βαριά και προσβλητική κουβέντα το να πει κανείς ότι η σεπτή έννοια της πολιτικοποίησης, όπως ίσχυε σε παλαιότερους καιρούς και εκδηλωνόταν ως ανησυχία για τα μακρινά και τα παγκόσμια, είναι για τις μέρες μας μια τζάμπα μαγκιά. Τις εξετάσεις μας τις δίνουμε πια όλοι μας καθημερινά σε σχέση με πράγματα που είμαστε άμεσα ελέγξιμοι.