Επειδή το «θέμα» είναι τεράστιο, θα μπορούσε να σχολιαστεί ακόμα και στις 15 Αυγούστου ώστε να μην μπορεί να πει κανείς πως η μνεία του, σχεδόν δεκαπέντε μέρες αργότερα, σε σχέση με τη «βράση» του είναι παρωχημένη. Εννοούμε την υποδοχή του αγίου φωτός με τιμές αρχηγού κράτους. Μα καλά, δεν βρίσκεται ένας χριστιανός να καταγγείλει αυτή τη γελοιότητα ώστε να σταματήσει να επαναλαμβάνεται κάθε Πάσχα; Δεν είναι που συκοφαντεί ως εικονικές την ευσέβεια και τη συγκίνηση των πιστών τη στιγμή που μεταφέρεται στις λαμπάδες τους το άγιο φως, είναι για μια τεράστιας σημασίας παραχάραξη που διοχετεύεται μέσα στο κοινωνικό σώμα, ενώ η απάθεια του τελευταίου να αντιδράσει το προετοιμάζει για πολύ μεγαλύτερες παραχαράξεις υπεύθυνες για ατομικά και συλλογικά δεινά.

Δεν είναι δυνατόν επειδή οι οποιοιδήποτε αρχηγοί κρατών έχουν κάθε λόγο, ή μάλλον για να το πούμε πιο καθαρά, έστω και άκομψα, έχουν κάθε συμφέρον να γίνεται υπεράνω κάθε υποψίας το αξίωμά τους, να μεταφέρουν τις τιμές που τους περιβάλλουν στο άγιο φως, στην πραγματικότητα σπιλώνοντάς το, αφού με το να αναγνωρίζουν ότι θα μπορούσε να είναι στη θέση τους, μοιάζει να το κατηγορούν ευθέως για μηχανορραφίες, δολοπλοκίες και εμπόλεμες αποφάσεις. Δηλαδή το άγιον φως συνώνυμο με τον Χίτλερ, τον Στάλιν, τον Μουσολίνι και τον Ερντογάν.

Και πάλι θα ήταν μικρό και προπαντός ελέγξιμο το κακό, αν δεν αναγνώριζε κανείς στην υποδοχή του αγίου φωτός με τιμές αρχηγού κράτους μια εντελώς συνειδητή προσπάθεια προκειμένου να μη μείνει τίποτα αμόλυντο μέσα στον κόσμο, να αλωθούν ακόμα και οι πιο ζωτικά παρθένες του περιοχές. Ωστε να φτάσει ο καθένας να αμφιβάλλει ακόμα και για τα ειλικρινέστερά του αισθήματα, κυρίως όμως να «ξέρει», έστω και αν δεν το συνειδητοποιεί, πως όπου κι αν θελήσει να γείρει για να ξεκουραστεί ή να ασκήσει μια βαθιά πίστη που αναβλύζει αυθόρμητα μέσα του, του επιφυλάσσεται απογοήτευση και διάψευση. Μια πράξη ιταμή και χυδαία, η υποδοχή του αγίου φωτός με τιμές αρχηγού κράτους, χωρίς να παρηγορεί, όπως συμβαίνει με την αρχαία τραγωδία, πως όσες μοντέρνες εκδοχές της κι αν παρασταθούν, τα ίδια τα κείμενα δεν παθαίνουν απολύτως τίποτα.

Μένει να αναρωτηθούμε γιατί δεν ξεσηκώνονται οι πάντες και κυρίως οι καθ’ ύλην αρμόδιοι που δεν χάνουν ευκαιρία να διαμαρτυρηθούν και να διαδηλώσουν. Εννοούμε τους «πιστούς» που συρρέουν έξω από τα θέατρα όταν ανεβάζουν βλάσφημα, κατά τη γνώμη τους, για το πρόσωπο του Χριστού έργα, στην ουσία το λιγότερο ανώδυνα αν συγκριθούν με την παραχάραξη του αγίου φωτός, αφού ως φως και μάλιστα άγιο αφορά τους πάντες, ενώ μια θεατρική παράσταση, έστω και με κοσμοσυρροή, αφορά πάντα έναν ορισμένο αριθμό ανθρώπων.

Η λύση του προβλήματος είναι πάρα πολύ απλή και έχει σχέση με μια πανάρχαιη αλήθεια. Της πολιτικής ακόμα και οι πιο ασεβείς αποφάσεις να επιβάλλονται κυρίως σε εκείνους που άμεσα τους θίγουν, καταστρατηγώντας τους ακόμα και ένα στοιχειώδες αίσθημα διαμαρτυρίας, αίσθημα που πλουσιοπάροχα το διασφαλίζει ακόμα και η καλώς ή κακώς εννοούμενη ως καλλιτεχνία.