Αν απαιτούνται 17 διμοιρίες ΜΑΤ για να μπορεί να εκφωνήσει λόγο ο Πρωθυπουργός, τα πράγματα είναι πολύ άσχημα. Για τον Πρωθυπουργό βέβαια, αλλά πρωτίστως για τη χώρα. Αν επιπλέον η αντιπολίτευση χαίρεται που ο Πρωθυπουργός δεν μπορεί να μιλήσει παρά προστατευόμενος από στρατιές αστυνομικών, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα: ίσως ετοιμαζόμαστε να πάρουμε μονοπάτι που το γνωρίζουμε πολύ καλά, αυτό της περιόδου 2010-15, τότε που ούτε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορούσε να εμφανιστεί απροστάτευτος σε δημόσιο χώρο. Δεν κινδύνευαν από παρανοϊκούς τρομοκράτες αλλά από οργισμένα πλήθη –αυτά που κατασκήνωσαν στην Πλατεία Συντάγματος και απειλούσαν τη Βουλή, τα ίδια που επανειλημμένα έκαψαν και λαφυραγώγησαν την Αθήνα. Και οι αντιπολιτεύσεις εκείνης της περιόδου, αρχικά η ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά και στη συνέχεια ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, χαίρονταν για τη «δικαιολογημένη οργή» –όταν δεν την υπέθαλπαν.

Η οργή σήμερα είναι πολύ πιο μεγάλη και πολύ πιο δικαιολογημένη από ό,τι τον Μάιο του 2010 που έγινε το έγκλημα της Μαρφίν. Τότε οι επιπτώσεις της κρίσης δεν ήσαν ακόμη εμφανείς και κανείς δεν υποπτευόταν τη διάρκεια και το μέγεθός της. Επιπλέον, οι αντιπολιτεύσεις δεν είχαν διαδοχικά απογοητεύσει με τρόπο καταστροφικό όσους έπειθαν ότι «λεφτά υπάρχουν». «Ζήτηση» λοιπόν για νέο κύκλο «καθαρτήριας βίας» υπάρχει στο κοινωνικό σώμα, θα υπάρξει και «προσφορά» απόπολιτικές δυνάμεις;

Επειδή τα κόμματα διδάχθηκαν πως μόνο η ακραία αντιπολίτευση είναι προσοδοφόρα, ο πειρασμός της ανοχής της βίας ενάντια στους κυβερνώντες υπάρχει. Αλλωστε, η χαρά πολλών ότι, επιτέλους, οι συριζαίοι «πληρώνονται με το ίδιο νόμισμα» δεν κρύβεται.

Βεβαίως η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη για τη συνεχή πολιτική ένταση –για την ακρίβεια, το πρωθυπουργικό περιβάλλον: από το Μαξίμου κυρίως εκπορεύονται τα συνθήματα μίσους, εκεί οργανώνονται οι συνωμοσίες εξόντωσης των αντιπάλων. Οχι μόνο επειδή πιστεύουν ότι η πόλωση θα καταστήσει ηπιότερη την προφανή ήττα αλλά και επειδή ο Αλέξης Τσίπρας και οι στενοί συνεργάτες του ξέρουν μόνο τέτοια να κάνουν, αυτή είναι η πολιτική τους κουλτούρα.

Θα απαντήσει με τον ίδιο τρόπο η αντιπολίτευση; Αν οι παραδοσιακές βεντέτες ξεκληρίζουν οικογένειες, οι πολιτικές ξεκληρίζουν χώρες. Αν η αντιπολίτευση αφεθεί στη λογική του «οφθαλμόν αντί οφθαλμού», απλώς θα αποδειχθεί πως δεν υπάρχει γιατρειά για τις ελληνικές πολιτικές ελίτ, πως δεν αξίζει καν να ασχολούμαστε με την πολιτική· ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Αλλά ας θυμούνται ΝΔ – Κίνημα Αλλαγής πως όταν σε συνθήκες κρίσης οι πολίτες φθάνουν σε τέτοια συμπεράσματα και αποσύρονται, στις κάλπες πηγαίνουν να ψηφίσουν μόνο τα δεξιά και αριστερά άκρα.