Η «καθαρή» έξοδος έχει διαγραφεί οριστικά από τον χάρτη των προοπτικών των επόμενων μηνών για την ελληνική οικονομία. Τώρα όμως καθίσταται εντελώς αβέβαιη ακόμη και αυτή καθεαυτή η έξοδος της χώρας στις αγορές και πολύ ορατός ο κίνδυνος ενός «θερμού επεισοδίου» που θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες.

Θα έλεγε κανείς ότι ο Βαρουφάκης εκδικείται την κυβέρνηση μέσω Ιταλίας, αν αξιολογήσει κάποιος τον τρόμο που προκαλούν στις αγορές οι κοινές προτάσεις (που θυμίζουν αυτές στην περίοδο της περήφανης διαπραγμάτευσης του ΣΥΡΙΖΑ) των δύο κομμάτων που θέλουν να σχηματίζουν κυβέρνηση στη γειτονική χώρα. Βεβαίως, η άνοδος των αποδόσεων στις αγορές των ομολόγων λόγω Ιταλίας συνοδεύεται από την εκτίναξη της διεθνούς τιμής του πετρελαίου, που οδηγεί αργά ή γρήγορα σε αύξηση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη και σε υψηλότερα επίπεδα επιτοκίων. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί η έλλειψη εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών για την ελληνική οικονομία, δημιουργώντας ένα δυσμενέστερο περιβάλλον για τον δανεισμό της χώρας τους επόμενους μήνες.

Η κυβέρνηση, λαμβάνοντας τα αρνητικά μηνύματα των αγορών, έχει ήδη παγώσει κάθε σχέδιο δανεισμού, παρά το χρονοδιάγραμμα που υπήρχε για δύο τουλάχιστον προσπάθειες εκδόσεων ομολόγων έως το τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο. Επιμένει, ωστόσο, να πουλάει το αφήγημα της «καθαρής» εξόδου κινούμενη στη σφαίρα μιας ρητορικής που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας, η οποία, με τη σειρά της, υπαγορεύει τον σχεδιασμό μιας πολιτικής που αφήνει ακάλυπτη τη χώρα τους επόμενους κρίσιμους μήνες, εκτιμούν παράγοντες της οικονομίας με γνώση των εξελίξεων στο εσωτερικό και διεθνές οικονομικό περιβάλλον.

Ακόμη και αν η ιταλική φωτιά σβήσει –κάτι που δεν διαφαίνεται αυτή την ώρα –οι αγορές οδεύουν σταθερά σε ένα υψηλότερο επίπεδο στο κόστος δανεισμού. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις που πυροδοτούν τις τιμές του πετρελαίου, σε συνδυασμό με τους ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης στην παγκόσμια οικονομία, οδηγούν σε αύξηση του γενικού επιπέδου των επιτοκίων. Σήμερα η απόδοση του 10ετούς ομολόγου του ελληνικού Δημοσίου αγγίζει το 4,5%. Το ερώτημα είναι, πόσο βιώσιμος θα είναι ο δανεισμός της χώρας με υψηλότερο κόστος αν ανέβουν κι άλλο τα επιτόκια διεθνώς;

Στη φάση αυτή, το ερώτημα φαντάζει θεωρητικό. Αν όμως επιχειρηθεί να απαντηθεί στην πράξη ενδέχεται να δρομολογήσει νέες απίστευτες περιπέτειες για την οικονομία. Οπως εξηγούν οι ίδιοι παράγοντες, αν η κυβέρνηση επιχειρήσει μια αποτυχημένη έξοδο στις αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος και αποφασίσει τότε να χρησιμοποιήσει το μαξιλάρι ρευστότητας που χτίζει αυτή την περίοδο, το μήνυμα που θα εισπράξουν οι διεθνείς επενδυτές θα είναι ότι η Ελλάδα αδυνατεί να δανειστεί και ότι οδεύει σε χρεοκοπία μετά την εξάντληση του «αποθέματος ασφαλείας». Η εκτίναξη των σπρεντ θα είναι η φυσική συνέπεια.

Εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν. Είναι οξύμωρο όμως, την ώρα που η κυβέρνηση ετοιμάζεται –ως μη έχοντας άλλη επιλογή –να αποδεχθεί ένα νέου τύπου Μνημόνιο με αυστηρές δεσμεύσεις για τη χώρα, να λέει όχι σε μια προληπτική γραμμή που θα λειτουργούσε ως εγγύηση προς τους επενδυτές, μόνο και μόνο για να «πουλάει» το εντελώς ξεπερασμένο αφήγημα της «καθαρής εξόδου».