«Η Ελλάδα μιλάει τη γλώσσα του Δικαίου. Η Τουρκία μιλάει τη γλώσσα της Ισχύος. Πώς είναι δυνατόν να συνεννοηθούν δύο χώρες που μιλούν τόσο διαφορετικές γλώσσες;». Η ρητορική ερώτηση του καθηγητή της Νομικής Χρίστου Μυλωνόπουλου συνοψίζει την προβληματική κατά τη διαφωτιστική συνέντευξη Τύπου που δόθηκε την περασμένη Τετάρτη στα γραφεία της Ενωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) –τον «κατάλληλο τόπο για να γίνει μια τέτοια συνέντευξη», όπως επεσήμανε ο συγγραφέας Απόστολος Δοξιάδης, «τιμή στους 160 δημοσιογράφους που κρατούνται στην Τουρκία, για τους οποίους χτες ακούσαμε τον πρόεδρο Ερντογάν, παρουσία της βρετανής πρωθυπουργού, να τους αποκαλεί τρομοκράτες». Τη συνέντευξη διηύθυνε ο δημοσιογράφος Πάνος Λουκάκος και, εκτός από τον Δοξιάδη και τον Μυλωνόπουλο, τον λόγο έλαβαν επίσης ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος και ο συντονιστής της νομικής υπηρεσίας του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες Βασίλης Παπαδόπουλος, ενώ τη συμπαράσταση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών μετέφερε ο πρόεδρός του Δημήτρης Βερβεσός. Αντικείμενο της συνέντευξης; Οι οκτώ τούρκοι ικέτες αξιωματικοί που, από τις 15 Ιουλίου του 2016, τη νύχτα της απόπειρας πραξικοπήματος εναντίον του Ερντογάν, έχουν εισβάλει στη ζωή μας και μας έχουν υποχρεώσει τόσο να αντιμετωπίσουμε κατάματα τους εθνικούς μας φόβους, όσο και να μετρήσουμε ξανά το εθνικό μας ανάστημα.

Οι Οκτώ Τούρκοι μπέρδεψαν έναν λαό που ήταν ήδη αρκετά μπερδεμένος. Εάν ανατρέξετε στο Διαδίκτυο, στα εκατοντάδες άρθρα που γράφτηκαν για την υπόθεσή τους, δεν θα βρείτε παρά μονάχα δύο επώνυμους αρθρογράφους –σύμφωνα με τα στοιχεία του Δοξιάδη –που να προτρέπουν ευθέως τις ελληνικές Αρχές να τους παραδώσουν στην τουρκική κυβέρνηση, αλλά εάν εστιάσετε στα σχόλια κάτω από τα άρθρα, θα διαπιστώσετε ότι αυτή η εικόνα της εθνικής ομοψυχίας είναι μάλλον επιφανειακή κι επίπλαστη. Η αιχμαλωσία/αρπαγή/ομηρεία (ίσως περάσει καιρός ώσπου να μάθουμε τι πραγματικά συνέβη) των δύο ελλήνων αξιωματικών στον Εβρο επιδείνωσε το κομφούζιο και επέφερε δύο εκ διαμέτρου αντίθετα αποτελέσματα: αφενός δυνάμωσε τις φωνές στην κοινή γνώμη εκείνων που κυνικά προτείνουν «να δώσουμε τους Οκτώ για να πάρουμε τους δικούς μας» (προοπτική με την οποία η Αγκυρα τρίβει τα χέρια της), αφετέρου ένωσαν τον πολιτικό κόσμο πίσω από την κόκκινη γραμμή καμίας διαπραγμάτευσης, καμίας ανταλλαγής, κανενός παζαριού, όσο οι προθέσεις του Ερντογάν παραμένουν πιο διάτρητες και από νταή στην Τρούμπα. Οι πρόωρες εκλογές στην Τουρκία απομάκρυναν έτι περαιτέρω το ενδεχόμενο να μην τύχει το ζήτημα στυγνής πολιτικής εκμετάλλευσης και να πρυτανεύσει ο ανθρωπισμός. Ωστόσο, η πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών, είτε επιθυμεί να ενδώσουμε στις ορέξεις του wannabe σουλτάνου είτε να αντισταθούμε, συμφωνεί με τη διαπίστωση του Μυλωνόπουλου: η σημερινή Τουρκία πιστεύει μονάχα στην Ισχύ, στον πόλεμο ή στην απειλή του πολέμου, στο Δίκαιο της Δορυκτησίας. Επαναφέρει στο προσκήνιο το Φάντασμα του Μονάχου, την αυταπάτη ότι μπορείς να κατευνάσεις τον νταή πηγαίνοντας με τα νερά του, καθώς και την οδυνηρή αφύπνιση από την αυταπάτη όταν συνήθως είναι αργά.

Η επιτυχής σύνθεση του πάνελ στη συνέντευξη Τύπου επέτρεψε ώστε να εξεταστεί το ζήτημα από κάθε δυνατή πλευρά. Δόθηκαν απαντήσεις ακόμη και για ερωτήσεις που δεν περνούν καν από το μυαλό των περισσοτέρων μας. Ευθύς εξαρχής ο Βερβεσός ξεκαθάρισε ότι οι τρεις περσινές αμετάκλητες αποφάσεις του Αρείου Πάγου έχουν κλείσει οριστικά την πόρτα έστω και σε σκιά σκέψης για έκδοση των Οκτώ στην Τουρκία –κάτι που αφήνει διπλά εκτεθειμένο και υπόλογο τον Πρωθυπουργό μας, έτσι και υποσχέθηκε με εγκληματική επιπολαιότητα το αντίθετο στην Αγκυρα (ο Ερντογάν δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει δημοσίως την υπόσχεση του Τσίπρα και ο Τσίπρας αποφεύγει εξίσου συστηματικά να τον διαψεύσει). Εν συνεχεία, ο Αλιβιζάτος απέδειξε εμπεριστατωμένα ότι η περίπτωση των Οκτώ συνάδει πλήρως με τις περιπτώσεις που προβλέπει η Σύμβαση της Γενεύης (1951) για παροχή πολιτικού ασύλου και δεν εμπίπτει σε καμία από τις περιπτώσεις που η ίδια η Σύμβαση εξαιρεί. Αποκάλυψε επιπλέον ότι, εάν το Συμβούλιο της Επικρατείας δώσει εν τέλει πολιτικό άσυλο στους ικέτες, οι Οκτώ θα το χρησιμοποιήσουν για να εξασφαλίσουν ταξιδιωτικά έγγραφα και να φύγουν από την Ελλάδα (μια είδηση που, πέραν των άλλων, προκάλεσε στο Διαδίκτυο και ελληναράδικα σχόλια απείρου κάλλους: «Ηρθαν, μας αναστάτωσαν κι έχετε γεια βρυσούλες», «ούτε κατσίκα δεν θέλει να μείνει σε αυτή τη χώρα», «να πάνε στο διάολο» κ.ο.κ.). Ο Μυλωνόπουλος υπογράμμισε ότι, σε περίπτωση απαγωγής (ερήμην των ελληνικών Αρχών) ή παράνομης επαναπροώθησής τους (με τη σιωπηρή συνέργεια της Ελλάδας) δεν «απονομιμοποιείται» αυτομάτως η δυνατότητα της Τουρκίας να τους δικάσει στο έδαφός της (υπάρχουν πολλά διεθνή προηγούμενα, από τον Αϊχμαν έως τον Οτζαλάν) και ο Παπαδόπουλος επισήμανε ότι, μετά την πρόσφατη κυβίστηση του Σταύρου Κοντονή –«δεν υπάρχει περίπτωση παράτασης της κράτησής τους», δήλωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης –αποσοβήθηκαν παλαιότερες φαεινές του ιδέες, όπως το να δικαστούν οι Οκτώ Τούρκοι στην Ελλάδα, με καθήκοντα πολιτικής αγωγής να ασκεί η Τουρκία, αν όχι ο Ερντογάν αυτοπροσώπως. Μπορούμε να ξεφυσήξουμε με ανακούφιση. Δεν θα ζήσουμε τέτοια ρεζιλίκια.

Αποκαλύφθηκαν και άλλα ευτράπελα. Ο Δοξιάδης μνημόνευσε πρώην ανώτατο δικαστικό που στηλίτευσε το άλλοθι των Οκτώ μπερδεύοντας τον Μαρμαρά με την Μαρμαρίδα και ο Αλιβιζάτος, σαν άταχτο πειραχτήρι, αποκάλυψε το φύλο του δικαστικού, φωτογράφισε την ταυτότητά του, καθώς και τη σημερινή του θέση ευθύνης δίπλα στον Πρωθυπουργό (ώστε να κοιμόμαστε ήσυχοι). Ο Δοξιάδης προσκόμισε τεκμήρια που –εν τη αφελεία τους ή λόγω ζαμανφουτισμού; –έφεραν στη δημοσιότητα οι ίδιες οι τουρκικές Αρχές και αποδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οι σατανικοί Οκτώ δεν μπορούσαν να πολυβολούν ανύποπτους πολίτες στην Κωνσταντινούπολη και την ίδια περίπου ώρα, πάνω από επτακόσια χιλιόμετρα νοτιότερα, στο θέρετρο της Μαρμαρίδας, να επιχειρούν να δολοφονήσουν τον εφτάψυχο Ερντογάν. «Η υπόθεση των Οκτώ», τόνισε ο Δοξιάδης, «είναι μια εθνική νίκη. Η τιμή ανήκει σε τρεις πυλώνες της Δημοκρατίας: τη Δικαιοσύνη, την Ελεύθερη Δημοσιογραφία και την Κοινωνία των Πολιτών». Ουσιαστικά, αυτοί οι τρεις πυλώνες, δίχως καμία προσυνεννόηση μεταξύ τους, υποχρέωσαν μια απρόθυμη κυβέρνηση και μια αμήχανη αξιωματική αντιπολίτευση –«σε αντίθεση με τα μικρά κόμματα», διευκρίνισε ο Δοξιάδης, «που πάντοτε έχουν την πολυτέλεια να λένε κι έναν λόγο παραπάνω» –να συστρατευθούν στην υπηρεσία ενός ουμανιστικού σκοπού που, κατά ευτυχή συγκυρία, ήταν απολύτως εναρμονισμένος με το Διεθνές Δίκαιο και την εθνική μας αξιοπρέπεια. Υπερβολική αισιοδοξία; Ποιος ξέρει; Μένει να δούμε αν αυτή η απροσδόκητα ευτυχής εξέλιξη θα έχει κι ένα ευτυχές τέλος. Μηδένα προ του τέλους μακάριζε.