Πάνω που καμαρώνουμε βλέποντας τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων να μειώνονται, πάνω που αρχίσαμε να πιστεύουμε ότι μπορούμε να βρούμε επενδυτές που θα είναι πρόθυμοι να αγοράσουν δεκαετή ομόλογα του ελληνικού κράτους με χαμηλή απόδοση, ήλθαν οι εξελίξεις στην Ιταλία να μας θυμίσουν πόσο ευάλωτη είναι η οικονομία μας, πόσο εύκολο είναι να μπούμε σε περιπέτειες από τα απόνερα των αναταράξεων σε άλλες οικονομίες.

Είδαμε λοιπόν την απόδοση του δεκαετούς μας, από το 3,5% που ήταν στις αρχές Απριλίου, να εκτοξεύεται στο 4,5% τις τελευταίες ημέρες, χωρίς μάλιστα να έχουμε τελεσίδικες καταστάσεις στην Ιταλία, παρά μόνο φόβους για ενδεχόμενες ανατροπές. Φανταστείτε τι θα γίνει αν η γειτονική μας χώρα θα έχει αύριο λαϊκιστές στην εξουσία, που στις διαπραγματεύσεις τους με την ΕΕ θα επαναλάβουν σκηνές του δικού μας 2015. Αφήστε που τώρα οι δανειστές διστάζουν ακόμη περισσότερο να πάρουν γενναία μέτρα ελάφρυνσης του χρέους μας από τον φόβο ότι θα δημιουργήσουν προηγούμενο για τον χειρισμό του χαώδους ιταλικού χρέους.

Η κατάσταση μπορεί μάλιστα να γίνει ακόμη χειρότερη αν η μεταβλητότητα των αγορών ενισχυθεί λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων που βρίσκονται σε εκκρεμότητα, λόγω της ανόδου του πετρελαίου κ.λπ. Ολα αυτά θα ωθήσουν τα επιτόκια πιο ψηλά, σε μια περίοδο που εμείς θα τρέχουμε να δανειστούμε από τις αγορές.

Αν είχαμε μια σφριγηλή οικονομία, δεν θα ανησυχούσαμε ιδιαίτερα. Γιατί θα προσελκύαμε τις άμεσες επενδύσεις που χρειαζόμαστε [τουλάχιστον 120 δισ. (!) τα επόμενα πέντε χρόνια] και έτσι θα κρατούσαμε χαμηλά την ανεργία, θα εξασφαλίζαμε την αναγκαία ισορροπία στο εμπορικό μας ισοζύγιο, θα είχαμε δημοσιονομική ισορροπία και θα πετυχαίναμε τα απαραίτητα πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς ξεζούμισμα νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

Ομως εμείς δεν λύσαμε τα προβλήματα που μας έφεραν την κρίση, παρά τα οκτώ χρόνια Μνημονίων, με αποτέλεσμα να βγαίνουμε τώρα από το πρόγραμμα χωρίς εφόδια. Δεν το λέω εγώ, το λέει ο ΟΟΣΑ στην τελευταία του έκθεση, όπου επισημαίνει μεταξύ πολλών άλλων ότι:

Το κράτος είναι εχθρικό στην ανάπτυξη, οι τράπεζες δεν έχουν δυνάμεις να χρηματοδοτήσουν παραγωγικές προσπάθειες, το θεσμικό πλαίσιο (που αλλάζει διαρκώς) παραμένει χαώδες, η φορολογική αφαίμαξη δεν έχει προηγούμενο (52% του ΑΕΠ έναντι 42% του μέσου όρου του ΟΟΣΑ), η δικαιοσύνη απονέμεται απελπιστικά αργά, οι ιδιωτικοποιήσεις καθυστερούν χωρίς ουσιαστικό λόγο, οι αγορές προϊόντων παραμένουν ατελείς, το κόστος χρήματος είναι υψηλό, τα κόκκινα δάνεια λειτουργούν τοξικά στην οικονομία, η έρευνα και η καινοτομία παραμένουν στο περιθώριο, τα capital controls προσθέτουν δυσκολίες, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις λειτουργούν σχεδόν μεμονωμένα αντί να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να ενταχθούν σε παγκόσμιες αλυσίδες.

Η οικονομία μας, δηλαδή, παραμένει ασθενική και ευάλωτη, έχοντας να δείξει ως μόνη πρόοδο στην προσπάθεια βελτίωσης της ανταγωνιστικότητάς της τη μείωση της αμοιβής της εργασίας. Ομως ο καθένας καταλαβαίνει ότι χωρίς εκσυγχρονισμό των παραγωγικών μέσων, χωρίς στροφή σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, δεν υπάρχει μέλλον. Απλά οι εργαζόμενοι οδηγούνται στην εξαθλίωση και η οικονομία στη μόνιμη μιζέρια.

Με αυτή την οικονομία θα ταξιδεύουμε από τον Αύγουστο και μετά στο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον, χωρίς μάλιστα έστω μια προληπτική πιστωτική γραμμή που θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σημαντικό στήριγμα σε περίπτωση που η πραγματικότητα αποδειχθεί χειρότερη από τις προσδοκίες μας. Η δική μας κυβέρνηση έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θα ζητήσει αυτή την προστασία, προφανώς για να συνεχίσει να αποκαλεί τη μη ανανέωση του προγράμματος «καθαρή έξοδο».

Ο Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής