Επειτα από ένα ρολερκόστερ προσωπικών ύβρεων και απειλών για πυρηνικό πόλεμο, δύο αταίριαστοι συνομιλητές κατέληξαν σε συμφωνία ανταλλάσσοντας, μάλιστα, και εγκώμια. Η συμφωνία των ΗΠΑ με τη Βόρεια Κορέα είναι γενική και αόριστη. Είναι περισσότερο δήλωση προθέσεων και ευχών παρά τεκμηριωμένη συμφωνία με μηχανισμούς επαλήθευσης και συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Είναι, όμως, αναμφίβολα ιστορική και επωφελής για τη διεθνή κοινότητα. Γιατί αποκλιμακώνει την ένταση σε μια ζώνη ισορροπίας του τρόμου που ενέπλεκε περιφερειακά κράτη αλλά και υπερδυνάμεις. Και απομακρύνει το ενδεχόμενο ενός πυρηνικού ολέθρου.

Η συμφωνία αυτή με το πιο ανελεύθερο και στυγνό καθεστώς του πλανήτη κατέστη δυνατή για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι γιατί ο ταλαντούχος, κατά τον Τραμπ, κύριος Κιμ ακολούθησε κατά γράμμα τους κανόνες ισχύος του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος. Το καθεστώς Κιμ βασίζει την επιβίωσή του και την κρατική κυριαρχία της Βόρειας Κορέας στην αποτρεπτική ισχύ. Και η πυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας ήταν η απόφαση με το προσμετρημένο ρίσκο που διασφάλιζε και τα δύο. Αφού αυτά είχαν διασφαλιστεί, ο Κιμ αποδέχθηκε τη διαπραγμάτευση με τον πλανητάρχη σε μια σύνοδο κορυφής που τον μετέτρεπε αυτομάτως από παρία της διεθνούς σκηνής σε αποδεκτό ηγέτη.

Ο δεύτερος είναι γιατί η αμερικανική εξωτερική πολιτική, υπό τον Τραμπ, έχει αλλάξει υπόδειγμα. Οπως μας είχε προϊδεάσει με το προεκλογικό του σύνθημα «πρώτα η Αμερική» και, κυρίως, με την ομιλία του στα Ηνωμένα Εθνη, ο Τραμπ επιστρέφει σε ένα κρατοκεντρικό μοντέλο με κυρίαρχες ρυθμιστικές νόρμες την ισχύ και το συμφέρον. Αποδομεί το αξιακό υπόβαθρο πάνω στο οποίο δομήθηκαν η μεταπολεμική φιλελεύθερη διεθνής τάξη και οι προσπάθειες για μια καντιανή θεσμική οργάνωση της διεθνούς κοινωνίας. Στην εποχή Τραμπ, η κατάλυση της δημοκρατίας και η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν πρόκειται να προκαλέσουν ούτε ανθρωπιστική επέμβαση ούτε απόπειρα καθεστωτικής αλλαγής, όπως στη φιλελεύθερη διεθνή τάξη. Στον κόσμο του Τραμπ το κράτος έχει ασυλία για το τι συμβαίνει εντός της κυριαρχίας του. Ετσι, στο θέμα της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Βόρεια Κορέα γίνεται μια ονομαστική αναφορά χωρίς να αποτελεί αντικείμενο των διαπραγματεύσεων.

Αυτή η προσέγγιση των διεθνών ζητημάτων με τη στενή έννοια του συμφέροντος και το μάτι στραμμένο στο εσωτερικό εκλογικό ακροατήριο είναι πάγια στην εξωτερική πολιτική Τραμπ. Γι’ αυτό, πολυμερείς συμφωνίες, όπως η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, εγκαταλείπονται. Συμμαχίες, όπως το ΝΑΤΟ, διαταράσσονται γιατί οι Ευρωπαίοι κατηγορούνται ως τζαμπατζήδες. Ενώ η ευρωαμερικανική κοινότητα θρυμματίζεται στη βάση μιας στενής αντίληψης για το εμπορικό ισοζύγιο.

Ο ρεαλισμός του Τραμπ μαζί με μια πολιτική οικονομικού προστατευτισμού και νεοαπομονωτισμού αποδομεί το αξιακό υπόβαθρο της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης. Ο κόσμος του Τραμπ περιστρέφεται γύρω από συμφέροντα, τα οποία διευθετούνται στη βάση της ισχύος παρά του δικαίου.

Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, πρώην υπουργός