Ο βρετανός ιστορικός Κιθ Λόου στον «Ολεθρο» (Ψυχογιός, 2014) αναφέρει πως ανάμεσα στα αποτυπώματα που άφησαν οι Γερμανοί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκτός από την καμένη γη και την ανείπωτη οδύνη, ήταν και το γενετικό τους υλικό. Πρωτοπόροι δωρητές σπέρματος, με ή χωρίς τη συγκατάθεση των γυναικών στις κατεχόμενες χώρες, οι Φρίτσηδες έσπειραν χιλιάδες «παλιογερμανάκια» κι έπειτα άφησαν την τελευταία τους πνοή στο μέτωπο, εξαφανίστηκαν ή και απλώς επέστρεψαν στη γερμανίδα σύζυγό τους. Οπως μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κανείς, τα «παλιογερμανάκια» ήταν κάθε άλλο παρά ευπρόσδεκτα. Τα πιο «τυχερά» τσουβαλιάστηκαν κακήν κακώς και στάλθηκαν πίσω στην ερειπωμένη πατρίδα τους, ενώ τα πιο «άτυχα» κλείστηκαν επί χρόνια σε ιδρύματα και πέρασαν μια ζωή στο κοινωνικό περιθώριο. Ορισμένα από εκείνα που είχαν «την τύχη μέσα στην ατυχία» τους να γεννηθούν σε σλαβικές χώρες μπόρεσαν να συγκαλύψουν την αληθινή τους ταυτότητα. Δεν είχαν την ίδια δυνατότητα όσα γεννήθηκαν σε λαούς «μαυροτσούκαλους». Εκεί ήταν σαν τη μύγα μες στο γάλα ή, για να είμαστε ακριβείς, σαν το γάλα ανάμεσα στις μύγες.

Αρχετυπική μορφή της ελληνικής έθνικ μουσικής –συνθέτρια, ερμηνεύτρια, στιχουργός, μουσικοπαιδαγωγός –η Μαρίζα Κωχ, όπως και η αδελφή της Ειρήνη, είναι ένα από εκείνα τα «παλιογερμανάκια». Στο εξομολογητικό βιβλίο της «Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης» (Μεταίχμιο, 2018) περιγράφει τα βιώματά της κατά τη δεκαετία του 1950 στην ομώνυμη γενέτειρα της μητέρας της, έπειτα από ένα σύντομο –και μάλλον δυσάρεστο –πέρασμα από τα Αναφιώτικα, καθώς κι έπειτα από τον εγκλεισμό της επί πενταετία στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής (το γνωστό Δαφνί) λόγω τραχώματος –επικίνδυνης μολυσματικής νόσου των ματιών -, σε αγαστή συγκατοίκηση με τους ψυχικά νοσούντες, μια εμπειρία που, παραδόξως για τον σύγχρονο αναγνώστη, την καταγράφει με νοσταλγική ευφορία. Το δεύτερο παράδοξο, σε άλλη κλίμακα πια, είναι η υποδοχή της οποίας τυγχάνουν τα «παλιογερμανάκια» στη Σαντορίνη. Δίχως να αποσιωπά τις προκαταλήψεις των ντόπιων (είναι άλλωστε ακόμη νωπές οι μνήμες από την Κατοχή), ούτε την αμηχανία που προκαλούν με το παρουσιαστικό τους τα δύο «ξενόλοα» κορίτσια –«κι εγώ τι έφταιγα για να κοιτούν εμένα όταν μιλούσαν για τους Γερμανούς και να χαμηλώνουν τη φωνή τους;» απορεί η δεκάχρονη Μαρίζα -, αποτυπώνει παράλληλα τον θαυμασμό της και την ευγνωμοσύνη της για την αλληλεγγύη των συγχωριανών της. Εδώ τα «παλιογερμανάκια» δεν είναι αποσυνάγωγα. Το φως των Κυκλάδων κάνει το θαύμα του.

«Η Ιταλία δεν έχει τέτοιο φως, ούτε και η Ισπανία» γράφει για την Ελλάδα της ίδιας δεκαετίας στα «Ελληνικά νησιά» (Μεταίχμιο, 2007) ο μονίμως ερωτευμένος με τη χώρα μας βρετανός Λόρενς Ντάρελ. «Κάθε κυπαρίσσι είναι το μόνο κυπαρίσσι που υπάρχει. Κάθε βάρκα, κάθε σπίτι, κάθε γάιδαρος είναι αρχέτυπα –ένα πλατωνικό πρότυπο μιας ξαφνικής επινόησης…». Με την ίδια άγρια χαρά η Μαρίζα Κωχ, σε ένα αληθινό πανηγύρι αφηγηματικής συναισθησίας, πλημμυρισμένο από χρώματα, μουσικές, μυρωδιές και γεύσεις, ανασυνθέτει τη Σαντορίνη των παιδικών της χρόνων, τη δική της χαμένη Ατλαντίδα, και καταδεικνύει πώς μετουσιώνεται το εξωτερικό φως σε εσωτερικό φως, πώς μαλακώνει τις καρδιές των ανθρώπων και τις καθιστά ευρύχωρες ακόμη και για τα «ξενόλοα». Εκλεισα το βιβλίο της με ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια σκέφτηκα πως οφείλουν να το διαβάσουν οπωσδήποτε τα παιδιά μας, να αντικρίσουν την Ελλάδα που δεν πρόλαβαν. Από την άλλη συνυπολογίζω και την αφόρητη ζήλεια που θα νιώσουν όταν συνειδητοποιήσουν πως ό,τι τα ίδια μαθαίνουν και την ίδια ώρα ξεχνούν γκουγκλάροντας, η Μαρίζα Κωχ έπρεπε πρώτα να το αγγίξει.