Ήταν Κυριακή βράδυ, οι ουρανοί είχαν ανοίξει, αναρίθμητοι άλλοι άφρονες οδηγοί είχαν πάρει μαζί σου την ίδια ώρα τον δρόμο της επιστροφής στην πρωτεύουσα και η σαρανταποδαρούσα στα διόδια του Ισθμού δεν μπορούσε να προμηνύει τίποτε ενθαρρυντικό για το αμέσως προσεχές μέλλον. Θα έπρεπε να υπομείνεις έως τα διόδια της Ελευσίνας το μαρτύριο της χιλιομετρικής σταγόνας, να προχωράς με πρώτη – δευτέρα ταχύτητα, να μυρμηγκιάζει το πόδι σου κατά την εναλλαγή του πεντάλ και να σκέφτεσαι διαρκώς πως όχι, αυτό δεν συμβαίνει σ’ εσένα, βρίσκεσαι τώρα παγιδευμένος σ’ έναν σκοτεινό εφιάλτη μα οσονούπω θα ξυπνήσεις. Τα matrix της Εθνικής Οδού έπαιζαν με τον πόνο σου. Σε ενημέρωναν ακατάπαυστα τι πρέπει και δεν πρέπει. Πρέπει να τηρείς τις αποστάσεις από τους προπορευόμενους και δεν πρέπει να παραβιάζεις τη λωρίδα έκτακτης ανάγκης.

Προσπαθούσες να συνδυάσεις και τα δύο. Να μην αποκοιμηθείς στο τιμόνι χαζεύοντας πόσοι οδηγοί παραβίαζαν την απαραβίαστη λωρίδα. Από κάποια στιγμή κι έπειτα έχασες το μέτρημα. Συνήθως οδηγοί αυτοκινήτων μεγάλου κυβισμού, από εκείνους που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να βιώσουν τι ακριβώς σημαίνει ουρά και τι ακριβώς σημαίνει να περιμένεις. Δίπλα σε αυτούς, ωστόσο, υπήρχαν και οι άλλοι, οι μεσαίου ή μικρού κυβισμού, οι wannabe μεγάλου και wannabe μεσαίου, όσοι επιθυμούσαν να φωνάξουν στεντόρεια ότι δεν θα επιτρέψουν ποτέ στην κοιτίδα της Δημοκρατίας να παραμείνει η γαϊδουριά ένα αποκλειστικά μεγαλοαστικό προνόμιο. Σε παρηγορούσε η ιδέα ότι μπορεί να ήσουν ένα νομοταγές κορόιδο, αλλά τουλάχιστον διατηρούσες την υγεία και τις αισθήσεις σου στο ακέραιο, δεν βρισκόσουν ξαπλωμένος ανάσκελα σε ένα ασθενοφόρο, με τη σειρήνα του να σου τρυπάει τα αφτιά καθώς επιχειρούσε απεγνωσμένα να προχωρήσει στη λωρίδα έκτακτης ανάγκης κάνοντας επικίνδυνα σλάλομ ανάμεσα σε εκατοντάδες «καταπατητές» λεβεντομαλάκες συμπατριώτες σου. Μην το συζητάς. Ησουν κωλόφαρδος.

Ολες οι έρευνες καταλήγουν πως ο εαυτουλιδισμός και ο σταρχιδισμός, τα δίδυμα τέκνα κάθε εθνικής εγωπάθειας, ειδικά στην πατρίδα μας χτυπάνε κόκκινο. Είναι τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι οι μακρινοί απόγονοι εκείνων που πρώτοι ανακάλυψαν την έννοια της αγοράς (ως δημόσιου χώρου) και την έννοια του πολίτη (ως ενεργά εμπλεκόμενου στα κοινά του δημόσιου χώρου) στρέφουν τόσο επιδεικτικά περιφρονητικά τα νώτα τους και προς τις δύο αυτές έννοιες. Διατηρούμε τα πιο καθαρά διαμερίσματα σε όλη την Ευρώπη, ενώ ταυτοχρόνως θεωρούμε κάθε ίντσα δημόσιας γης –από τα (έτσι κι αλλιώς) στενά πεζοδρόμιά μας έως τα (έτσι κι αλλιώς) μετρημένα στα δάχτυλα αλσύλλιά μας –ως μια οιονεί ανοιχτή χαβούζα για τα σκουπίδια μας. Επιβραβεύουμε ή τιμωρούμε τα παιδιά μας, όχι ανάλογα με τις σχολικές τους επιδόσεις, αλλά ανάλογα με τη δική μας ψυχική διάθεση. Γράφουμε στα μέζεά μας τις ρυθμίσεις για τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Πίσω από κάθε μας πράξη –ή πίσω από την παράλειψή της –ελλοχεύει πάντοτε ένα αχόρταγο Εγώ.

Δεν μπήκε μέσα μου του πνεύμα του Ζάχου Χατζηφωτίου, ούτε νοσταλγώ τις ημέρες που ο Στυλιανός Παττακός μάζευε τις γόπες από τους δρόμους, ενόσω κατόπιν, με πλατύ χαμόγελο και αγγλικά που κάποιον μου θυμίζουν, διέψευδε στον απεσταλμένο του BBC ότι γίνονται στην Ελλάδα βασανιστήρια. Γνωρίζω πως η ηθικοπλαστική περιπτωσιολογία μπορεί κάλλιστα να χρησιμεύσει ως προκάλυμμα μιας πολύ πιο εκτεταμένης διαφθοράς. Αρνούμαι όμως να πιστέψω ότι ο πολιτισμός ενός λαού μπορεί να οικοδομηθεί ερήμην ή ενάντια στον πολιτισμό της καθημερινότητας. Πώς μπορεί να ανταποκριθεί με επιτυχία σε μια έκτακτη ανάγκη, όταν αδιάκοπα –για να γλιτώσει λίγης ώρας ταλαιπωρία –παραβιάζει τη λωρίδα της.