Οσο και αν δεν διορθώνεται τίποτε σε σχέση με ένα φαινόμενο που σχολιάζεται και καταγγέλλεται διαρκώς από πολλούς, δεν γίνεται να μην επανέρχεται κανείς από καιρού εις καιρόν έστω κι αν είναι για να βγάλει μόνο το άχτι του. Οποιος ζει έντονα την πόλη, τους δρόμους, τις καφετέριες, τους κινηματογράφους ή μικρές πλατείες με εστιατόρια θα ορκιζόταν πως αν οι Ελληνες έχουν κινητό είναι για να κάνουν γνωστά σε αγνώστους τους όσα τους συμβαίνουν –ή δεν τους συμβαίνουν –σε σχέση με τους συγγενείς, τους φίλους και τους γνωστούς τους. Να μιλάνε για φιλίες και για έρωτες κυρίως που διαψεύστηκαν με έναν τόσο χυδαίο τρόπο που αναρωτιέσαι πώς γίνεται οι αντίστοιχες σχέσεις να διήρκεσαν ακόμη και για το διάστημα των τριών ή των τεσσάρων μηνών. Να μιλάνε για οικονομικές απολαβές που κανονικά θα έπρεπε να είναι τριπλάσιες ή τετραπλάσιες σε σχέση με τη απόδοσή τους, ή τέλος για τόσο ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, που όμως, αν προσέξεις τα πρόσωπά τους, δεν γίνεται να μη σκεφτείς για το πόσο εκλεπτυσμένοι θέλουν να φαίνονται ενώ παραμένουν βάρβαροι και άξεστοι. Ενα σούργελο –άντρας –απλωμένος σε τρεις καρέκλες μιας καφετέριας έλεγε τις προάλλες στο κινητό του εις επήκοον όσων βρίσκονταν σε δεκαπέντε το λιγότερο μέτρα από τον ίδιο: «Δεν γίνεται να εκτιμήσω κάποιον όσα και αν ξέρει, αν δεν είναι γατόφιλος. Για μένα είναι το άλφα και το ωμέγα για να κάνω κάποιον φίλο μου».

Το έλεγε με έναν τρόπο σάμπως και η δήλωσή του να ήταν καθοριστικής σημασίας όχι μονάχα για όσους τον άκουγαν αλλά και για όσους δεν τον άκουγαν, όμως θα έσπευδαν, μόλις το πληροφορούνταν, να εκφραστούν ως «γατόφιλοι». Χρησιμοποιούσε ένα κινητό που ο καθένας πια μπορεί να το έχει στα χέρια του, όχι για να επικοινωνήσει και να κάνει τη δουλειά του, αλλά ως βήμα για να κάνει τις ανακοινώσεις του προς την ανθρωπότητα σε σχέση με τις προτιμήσεις του. Ο δυστυχής.