Οι μετανάστες ποδοσφαιριστές της Γαλλίας. Το συζητούν όλοι σαν ένα γεγονός πρωτοφανές. Σενεγαλέζοι, Μαροκινοί, Τογκολέζοι, Αλγερινοί. Ενα κολάζ χρωμάτων και κουλτουρών, όπως ακριβώς είναι η Γαλλία. Οπως ήταν από τον 19ο αιώνα, όπως ήταν οι ομάδες της από το πρώτο κιόλας Παγκόσμιο Κύπελλο.

Από τα μέσα του 19ου αιώνα η Γαλλία άρχισε να δέχεται ορδές μεταναστών από την Ιταλία, την Ελβετία, το Βέλγιο, την Ισπανία και τη Γερμανία που αναζητούσαν καλύτερες συνθήκες εργασίας σε μια χώρα που πρωτοστατούσε στη βιομηχανική επανάσταση. Σ’ αυτούς προστέθηκαν τα επόμενα χρόνια οι μετανάστες από τις υπερπόντιες κτήσεις της και από το Μαγρέμπ, δημιουργώντας με το πέρασμα των χρόνων το σημερινό μωσαϊκό της γαλλικής κοινωνίας.

Από το πρώτο κιόλας Παγκόσμιο Κύπελλο, το 1930, η Γαλλία αγωνίστηκε με αρχηγό τον Αλεξ Βιλαπλάν, γεννημένο στην Αλγερία. Στην ίδια ομάδα αγωνιζόταν και ο Ερνεστ Λιμπεράτι, απόγονος Ιταλών που μετανάστευσαν στη Γαλλία αναζητώντας εργασία.

Το 1934 αυξήθηκαν τα ξένα ονόματα στους Μπλε. Ο Αλφρεντ Αστον είχε άγγλο πατέρα και γαλλίδα μάνα. Οι δύο Ζόζεφ, ο Αλκαθάρ και ο Γκονθάλεθ είχαν ισπανική ρίζα. Ο Φριτς Κέλερ και ο Πιερ Κορμπ γερμανική. Και ο αμυντικός Ζιλ Βαντούρεν βελγική καταγωγή.

Το 1938 η Γαλλία φιλοξένησε το Μουντιάλ. Τα δύο μεγάλα αστέρια της ήταν ο Αμπντελκαντέρ Μπεν Μπουαλί με αλγερινή καταγωγή και ο Ραούλ Ντιανιέ, ο πρώτος μαύρος που φόρεσε τη φανέλα της Εθνικής Γαλλίας. Καταγόταν από τη Γαλλική Γουινέα και ήταν γνωστός ως Αράχνη. Η οικογένειά του ήταν πλούσια και ο πατέρας του έκανε πολιτική καριέρα στη Γαλλία φτάνοντας μέχρι τη θέση του υπουργού για τις Υπερπόντιες Κτήσεις. Ο Ραούλ πρωταγωνίστησε ώστε να γίνει επαγγελματικό το ποδόσφαιρο στη Γαλλία και να έχουν πρόσβαση ποδοσφαιριστές με ταπεινές ρίζες. Παιδιά μεταναστών ήταν επίσης οι σπουδαίοι Κοπασέφσκι, Κοπά, Πλατινί, Τρεζόρ, Λαριός, Τιγκανά, ενώ ακόμα και η μητέρα του Ζιστ Φοντέν ήταν Μαροκινή και ο ίδιος γεννήθηκε στην Καζαμπλάνκα όπου ξεκίνησε την καριέρα του στο Μαρόκο.

Αυτή ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι η Εθνική Γαλλίας. Τα υπόλοιπα είναι για τους ανιστόρητους και για να γεμίζουμε σελίδες.