Ηταν Κυριακή, 4 Μαΐου του 2014. Το πορτογαλικό Μνημόνιο, που κανονικά θα έληγε σε δεκαπέντε μέρες, έληξε εκείνο το βράδυ, μ’ ένα λιτό τηλεοπτικό διάγγελμα.

Μέχρι πριν από λίγους μήνες, οι περισσότεροι αναλυτές προέβλεπαν ότι η Πορτογαλία θα ακολουθούσε τον ελληνικό δρόμο, θα υποχρεωνόταν να ζητήσει ένα δεύτερο πρόγραμμα μ’ ένα δεύτερο Μνημόνιο. Αλλά η οικονομία της είχε πάει απροσδόκητα καλά. Και η γενικότερη ευφορία των αγορών, εκείνη την εποχή, είχε βοηθήσει στην αποκλιμάκωση των πορτογαλικών spreads. Το δεύτερο Μνημόνιο είχε πια αποκλειστεί. Το ερώτημα ήταν αν η Πορτογαλία θα ακολουθούσε τον δρόμο της Ιρλανδίας και θα δοκίμαζε μια «καθαρή έξοδο» ή αν θα ζητούσε μια προληπτική πιστωτική γραμμή.

Το θέμα είχε συζητηθεί εξαντλητικά, εντός και εκτός της χώρας. Ο Ντράγκι είχε κάνει σαφές ότι μόνο αν η χώρα είχε μια προληπτική πιστωτική γραμμή θα επωφελείτο του προγράμματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ. Το ΔΝΤ είχε υποστηρίξει την ιδέα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αλλά και ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας είχαν ταχθεί υπέρ της προληπτικής γραμμής. Η Μέρκελ, όμως, όπως όλη η Λισαβόνα συζητούσε εκείνες τις ημέρες, είχε διαμηνύσει στον φίλο της Πάσο Κοέγιο ότι αν χρειαζόταν προληπτική γραμμή θα του την εξασφάλιζε, αλλά θα προτιμούσε να μην υποχρεωθεί σε μια συζήτηση στην Μπούντεσταγκ, παραμονές ευρωεκλογών, για ένα τέτοιο, δύσκολο θέμα. Ο πρωθυπουργός της Πορτογαλίας της έκανε τη χάρη.

Εκείνη την Κυριακή, λοιπόν, εμφανίστηκε στην τηλεόραση έχοντας όλο το υπουργικό συμβούλιο γύρω του και ανήγγειλε ότι η Πορτογαλία ολοκληρώνει το πρόγραμμά της και επιχειρεί μια «καθαρή έξοδο». Χωρίς να ζητήσει προληπτική γραμμή πίστωσης. Και χωρίς να ζητήσει καν την εκταμίευση της τελευταίας δόσης. Η χώρα είχε συγκεντρώσει ήδη ένα «μαξιλάρι», ένα cashbuffer 15 εκατομμυρίων ευρώ, που κάλυπτε τις δανειακές ανάγκες ενός χρόνου. Εκ των υστέρων, ο Πάσος Κοέγιο έλεγε πως η «καθαρή έξοδος» ήταν μια δύσκολη απόφαση, με υψηλά ρίσκα. Μα αφού το είχε επιλέξει η Ιρλανδία, πριν από έξι μόλις μήνες, η Πορτογαλία δεν είχε επιλογή. «Αν ζητούσαμε προληπτική γραμμή, οι αγορές θα το θεωρούσαν σημάδι αδυναμίας».

Στον εσωτερικό, πορτογαλικό διάλογο εκείνων των ημερών, οι οπαδοί της Κεντροδεξιάς μιλούσαν για τις θυσίες του λαού που δικαιώθηκαν, τις Κασσάνδρες που διαψεύστηκαν και την επιτυχία της επιστροφής στις αγορές. Η αντιπολίτευση μιλούσε για την ανεργία που παρέμενε υψηλή και το χρέος που από 90% του ΑΕΠ το 2009 είχε φθάσει στο 130%. «Το πρόγραμμα τελειώνει» έλεγε. «Η λιτότητα συνεχίζεται».

Ολα αυτά ακούγονται πολύ οικεία στα αφτιά μας. Το ίδιο και η συζήτηση περί καθαρής εξόδου ή προληπτικής γραμμής. Είναι σαν η Ελλάδα να συζητά το 2018 ό,τι η Πορτογαλία συζητούσε το 2014.

Με δύο μεγάλες διαφορές. Στην Πορτογαλία, κανείς δεν διανοήθηκε να υποτιμήσει τη νοημοσύνη των Πορτογάλων, οργανώνοντας γιορτές, γραβατοδεσίες, γονυκλισίες και πανηγύρια για το τέλος του προγράμματος. Χωρίς εορτασμούς είχαν, άλλωστε, τελειώσει το πρόγραμμά τους και η Ιρλανδία, νωρίτερα, και η Κύπρος, αργότερα. Αυτή είναι η μία διαφορά. Η δεύτερη είναι πως, μολονότι οι εκλογές απείχαν 16 μήνες από το τέλος του προγράμματος, κανείς δεν υποσχέθηκε ούτε καν υπαινίχθηκε μεταμνημονιακές – προεκλογικές παροχές, επιδόματα, προσλήψεις. Αντίθετα, η κυβέρνηση υποσχόταν μονότονα, μέχρι τέλους, συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομική υπευθυνότητα.

Η Πορτογαλία μπήκε στο Μνημόνιο έναν χρόνο ύστερα από εμάς. Για λόγους ανάλογους με εμάς. Με κυβέρνηση σοσιαλιστών, όπως κι εμείς. Υπέγραψε ένα Μνημόνιο με τον γνώριμό μας Πολ Τόμσεν. Μόνο που εκεί καμιά πολιτική δύναμη δεν ανέβηκε στα κεραμίδια ούτε έτρεξε στα Ζάππεια ή τα Εστορίλ. Οι «συστημικές» πολιτικές δυνάμεις συναίνεσαν. Και η Αριστερά αντιπολιτεύθηκε τα Μνημόνια με πάθος, αλλά χωρίς να υποκύψει σε λαϊκιστικές μπούρδες πως τάχα η χρεοκοπία είναι «παραμύθι με δράκο» ή σε θεωρίες συνωμοσίας πως το Μνημόνιο το επέβαλε μια διεθνής συνωμοσία για να βάλουν στο χέρι τον εθνικό πλούτο –μπακαλιάρους και φελλούς. Και αν η εφαρμογή του Μνημονίου προκάλεσε μεγάλες κοινωνικές εντάσεις, κανείς δεν αποκάλεσε ποτέ στις πλατείες «προδότες» εκείνους που το εφάρμοζαν ούτε τους απείλησε με κρεμάλες.

Η Πορτογαλία τελείωσε το δράμα της τέσσερα χρόνια πριν από εμάς. Πολύ διαφορετικά από εμάς. Στα χρόνια του δικού της Μνημονίου, η Πορτογαλία έχασε το 3,4% του ΑΕΠ της (εμείς 25%) και η ανεργία έφθασε στη χειρότερη στιγμή της το 17,5% (σ’ εμάς 27%). Μα, από την άλλη πλευρά, οι εξαγωγές της αυξήθηκαν κατά 25% στα χρόνια του Μνημονίου και ακόμη περισσότερο μετά το τέλος του. Και από το 2014 ώς σήμερα η χώρα έχει επιστρέψει το ΑΕΠ της στα προ κρίσης επίπεδα, έχει περιορίσει την ανεργία στο 8% και έχει αναστρέψει (υπομονετικά, αφού πρώτα διασφάλισε την εμπιστοσύνη των αγορών) αρκετές από τις μνημονιακές περικοπές σε μισθούς και συντάξεις.

Συμπέρασμα: κάτι έκαναν καλά εκείνοι που δεν πανηγύρισαν. Κάτι συνεχίζουμε να μην κάνουμε καλά εμείς, που τρέχουμε να στήσουμε πανηγύρια.