Οι δρόμοι προς τον ουρανό είναι πάντα ανοιχτοί. Πολύ περισσότερο για έναν δημιουργό που συζούσε από τα παιδικά του χρόνια με την έννοια του θανάτου κι αν αφαιρέσεις τον θάνατο, αυτόματα όλο του το έργο είναι σαν να έχει πάψει να αιματούται. Αν κάτι αιφνιδιάζει στον Μάνο Ελευθερίου, όσο καλά κι αν τον γνώριζε κανείς, είναι πως όση μέριμνα εκδήλωνε το τελευταίο διάστημα ώστε το ανέκδοτο μυθιστόρημά του «Ανδρες του αίματος», που μόλις είχε ολοκληρώσει, να εκδοθεί μετά τον θάνατό του, άλλη τόση ήταν η έγνοια που τον διακατείχε προκειμένου να μην υπάρξει κανένα κενό στις σχέσεις του με τους άλλους είτε αφορούσε σε βιβλία του που είχε υποσχεθεί να στείλει σ’ έναν άγνωστό του που του τα είχε ζητήσει, είτε σ’ ένα μεταξωτό μαντίλι που είχε αγοράσει για μια φίλη του, το καθετί έπρεπε να φτάσει έγκαιρα στα χέρια τους, πριν από το χειρουργείο της περασμένης Πέμπτης. Χωρίς να επιτρέπει να φανεί ότι θεωρούσε την επέμβαση στον πνεύμονα ως ένα σύνορο, απορεί κανείς με την εθελοτυφλία τη δική του, αλλά και ελάχιστων ακόμη φίλων, να μην αναγνωρίζουν στη σπουδή του να τακτοποιήσει σε σχέση με τους άλλους μικρούς καθημερινούς λογαριασμούς, τα σημάδια μιας πολύ πιθανής, τουλάχιστον για τον ίδιον, αναχώρησης.

Ενα αδιαίρετο σύνολο ως δημιουργός, με τα ποιήματά του, τα μυθιστορήματά του, τις μελέτες του, τα τραγούδια του, τις έρευνες και την αρθρογραφία του, δεν συνιστά μόνον τον χαρακτηριστικό εκπρόσωπο ενός αναγεννησιακού είδους δημιουργού που έχει πάψει να υφίσταται στους πολυπράγμονες νεότερους χρόνους. Εκφράζει κάτι πολυτιμότερο ακόμη, έναν δημιουργό που, αν και τα τραγούδια του τουλάχιστον, τον έφερναν καθημερινά στα χείλη εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, ο ίδιος παρέμενε απαρηγόρητος, γιατί η μνήμη των παθών ενός συστρατιώτη του ή ενός άγνωστου για όλους τυπογράφου, αν ο ίδιος έπαυε να την επαναλαμβάνει διαρκώς, θα παρέμενε ανενεργή μέσα στον κόσμο σαν να μην είχε ποτέ υπάρξει. «Αχ, πόσα τέτοια ξέρεις και μου λες που έχουν πεθάνει» λέει ένας του στίχος και αισθανόμαστε με τον θάνατό του να εκλείπει η τελευταία πηγή που μας τροφοδοτούσε μ’ έναν τρόπο που μπορούσε να τοποθετεί σ’ ένα κοινό εικονοστάσι τον Σολωμό, τον Ροΐδη, τον Κάφκα, τον Μητροπάνο και τη Μοσχολιού.