Το τρανταχτό, πηγαίο γέλιο της, ήταν το χαρακτηριστικό της. Οπως και η ελιά που είχε στη μύτη της. Παρ’ όλα αυτά, τα στοιχεία που βοηθούσαν την Τζέση Παπουτσή να διαπρέπει για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες στον κόσμο της υποκριτικής, δεν είχαν να κάνουν τόσο με την εξωτερική της εμφάνιση όσο με το ταλέντο της και την ικανότητά της να μεταμορφώνεται ανάλογα με τις απαιτήσεις του ρόλου. Αλλωστε, οι αναμνήσεις που άφησε στο κοινό της, με τον χαμό της την περασμένη Κυριακή, ήταν ανάμεικτες από τις εμφανίσεις της στη μικρή οθόνη και το θεατρικό σανίδι το οποίο τίμησε δεόντως.

Η Τζεσάρα όπως συνήθιζαν να τη φωνάζουν οι δικοί της άνθρωποι, λόγω του υπέρμετρου ταμπεραμέντο της, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 67 ετών, νικημένη από τον καρκίνο και μια πολυήμερη μάχη στο νοσοκομείο Γεννηματάς. Η ίδια είχε παραδεχτεί στο παρελθόν πως είχε διαγνωστεί με όγκο στο κεφάλι, γεγονός που την έστειλε στη Σκωτία για σειρά επεμβάσεων, χωρίς όμως ποτέ να δημοσιοποιηθεί το πρόβλημα. Ισως γιατί δεν της άρεσε να γίνεται είδηση εξαιτίας της προσωπικής της ζωής, αλλά μόνο για την επαγγελματική της. Το είχε πιστοποιήσει παλιότερα σε συνέντευξή της λέγοντας πως «η δουλειά μας είναι πολύ μάταιη. Είναι σαν τα χριστουγεννιάτικα παιχνίδια, τ’ αποκριάτικα, το Πάσχα. Είναι αχάριστη δουλειά. Αν δεν ξεχωρίσεις τη ζωή σου από τη δουλειά σου, δεν κάνεις τίποτα».

Το ευρύ κοινό την έμαθε από τα τηλεοπτικά της περάσματα. Υπήρξε μέλος των καστ χαρακτηριστικών σειρών όπως τα «Μικρομεσαίοι», «Πάτερ ημών», «Safe sex», «Επτά θανάσιμες πεθερές», «Οι στάβλοι της Εριέττας Ζαΐμη», «Κόκκινο δωμάτιο», «Ερωτας με επιδότηση ΟΓΑ». Σε όλες έκανε παραπάνω από αισθητή την παρουσία της με τις ιδιαίτερες περσόνες που καλούνταν να ερμηνεύσει. Αλλοτε ως περίεργη γειτόνισσα κυρία Κόλλια, άλλοτε ως αυστηρή δεσμοφύλακας Παυλίνα Κακουδάκη ή ακόμα και νευρωτική Αφροδίτη Πετρίδη, είχε πάντα μια σταθερή μανιέρα παιξίματος: τα ψηλά ντεσιμπέλ, το χιούμορ και την ατάκα.

Από την καριέρα της Γεθσημανής, όπως ήταν το βαφτιστικό της όνομα, δεν έλειψαν και αξιοσημείωτες κινηματογραφικές στιγμές, καθώς η μεγάλη οθόνη τής έδωσε το περιθώριο να ξεδιπλώσει το ταλέντο της χωρίς πολλά τερτίπια. Ετσι, πρωταγωνίστησε στις ταινίες του Βασίλη Βαφέα «Ανατολική περιφέρεια» (1979) και «Ρεπό» (1982). Στη συνέχεια άρχισε να ισορροπεί ανάμεσα στο εμπορικό και το εναλλακτικό με την παρουσία της σε παραγωγές όπως το «Safe sex» των Ρέππα – Παπαθανασίου, το «Βίτσια Γυναικών» του Νίκου Ζερβού (2000) και «Ροζ ολοταχώς» του Δημήτρη Γιαζουτζάκη (2001).

Εκεί, ωστόσο, που αναμετρήθηκε με την υποκριτική της στόφα ήταν στο θέατρο, το οποίο δεν εγκατέλειψε σχεδόν ποτέ, συμμετέχοντας τόσο σε λαϊκά θεάματα όπως η επιθεώρηση όσο και σε απαιτητικά έργα, σαν αυτά που συνήθιζε να παίζει στο Εθνικό Θέατρο. Γιατί, αν και δεν είναι πολύ γνωστό, η Παπουτσή πέρασε 20 χρόνια στις σκηνές του, καταγράφοντας 46 ρόλους σε κάποιες από τις παραστάσεις του κρατικού θεάτρου.

Εκεί έκανε τα πρώτα της βήματα στην ηθοποιία το 1973 στον Χορό των Μυστών στους «Βατράχους» σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού για να συνεχίσει το 1980 με το «Οδυσσέα, γύρισε σπίτι» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, σκηνοθετημένο από τον Κώστα Μπάκα. Μία από τις σημαντικότερες εμφανίσεις της ήταν το 2003 στην «Τρελή του Σαγιό» σε σκηνοθεσία Κοραή Δαμάτη και την επόμενη χρονιά στο «Ποια Ελένη;» των Ρέππα – Παπαθανασίου. Αυτή που ωστόσο η ίδια έφερε με περηφάνια ήταν η συνεργασία της με τον θίασο Αλεξανδράκη – Γαληνέα, όπως και τον ρόλο της Κάτιας στην παράσταση «Ενας μήνας στην εξοχή» του Τουργκένιεφ σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν στο Εθνικό. Τα παράσημα, όμως, δεν τα πήρε από τους ρόλους ρεπερτορίου, αλλά από τις εμφανίσεις της σε λαϊκά θεάματα, που γράφουν στην συνείδηση των απλών θεατών. Αυτοί τη χειροκρότησαν στις χρυσές εποχές του Δελφινάριου και του «Αλσους» στο Πεδίον του Αρεως, όπου δοκιμάστηκε ακόμα και σε πικάντικα νούμερα, καταφέρνοντας να κερδίσει το χειροκρότημα.

Στην προσωπική της ζωή, αφήνοντας το προσωπείο της κωμικής ηθοποιού μακριά, κινούταν σε σαφώς πιο ήρεμους ρυθμούς. Υπήρξε επί σειρά ετών παντρεμένη με τον ηθοποιό Θάνο Καληώρα, τον οποίο γνώρισε κατά τη συνύπαρξή τους στις παραστάσεις του Εθνικού. Απέκτησαν έναν γιο, τον 36χρονο σήμερα Γιώργο, ο οποίος εργάζεται στην τηλεόραση ως σκηνοθέτης και είναι σύμφωνα με τις δηλώσεις της Παπουτσή «το μόνο καλό πράγμα που είχε κάνει στη ζωή της». Τον Ιούνιο του 2008 επισημοποίησε με γάμο τη σχέση της με τον συνάδελφό της και στιχουργό Γιάννη Μανιό με τον οποίο γνωρίστηκαν το 1995. Ο γάμος τους μακριά από τις κάμερες, πραγματοποιήθηκε στην ελληνική πρεσβεία των Σκοπίων με μοναδικούς καλεσμένους τον γιο και τη μητέρα της. Κουμπάρα ήταν η γραμματέας της πρεσβείας και καλή φίλη της ηθοποιού, Μάρθα Ξένου.

Αν και σκόρπιζε με το χιούμορ της γέλιο στους γύρω της, έκρυβε ένα σκοτάδι μέσα της μετά το θάνατο της αγαπημένης της μητέρας το 2014, που έπρεπε να πνίξει για να βγάλει κανονικά τη σεζόν στην παράσταση «Οι φόνισσες της Παπαδιαμάντη» των Ρήγα – Αποστόλου. Αλλά και τον χαμό σε δυστύχημα της κουνιάδας της (της αδελφής του Μανιού), του συζύγου της και των δύο παιδιών τους το 2012. Για τον λόγο αυτό, ως συμπαράσταση στον πόνο του, αλλά και ως ένδειξη αγάπης, είχε αποφασίσει να φοράει συνεχώς μαύρα ρούχα στις δημόσιες εμφανίσεις της.