Επί δεκαετίες ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς πολιτικούς του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο λόρδος Κάρινγκτον, που πέθανε σε ηλικία 99 ετών και ήταν το πιο παλιό μέλος της Βουλής των Λόρδων, διατέλεσε υπουργός σε όλες τις κυβερνήσεις του Συντηρητικού Κόμματος –με πρωθυπουργούς από τον Ουίνστον Τσόρτσιλ το 1951 έως τη Μάργκαρετ Θάτσερ το 1979. Αργότερα έγινε γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, όμως στη χώρα του εκείνο που έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η παραίτησή του από το υπουργείο Εξωτερικών μετά την κατάληψη των νησιών Φόκλαντ από την Αργεντινή τον Απρίλιο του 1982, παρότι ο ίδιος δεν ήταν υπεύθυνος, και μάλιστα είχε προσπαθήσει να το αποτρέψει. «Είναι ο τελευταίος πατρίκιος πολιτικός, με κοινή λογική, αίσθηση της Ιστορίας, ψυχραιμία και χιούμορ» είχε πει για εκείνον ο πρώην πρωθυπουργός Χάρολντ ΜακΜίλαν.

Κοντός, αδύνατος, με μάτια που πετούσαν σπίθες και ιδιαίτερα φιλικός, ο Πίτερ Κάρινγκτον ήταν έμπιστος συνεργάτης δύο πρωθυπουργών, του Εντουαρντ Χιθ και της Μάργκαρετ Θάτσερ, που τον εκτιμούσαν για τη λακωνικότητα και την ικανότητά του να μπαίνει γρήγορα στο θέμα. Σε επίσημες περιστάσεις μιλούσε απλά, δεν έπαιρνε τον εαυτό του πολύ σοβαρά και συχνά αυτοσαρκαζόταν και έκανε ακατάλληλα αστεία. Μια φορά, στη διάρκεια συνάντησης με ειδικούς στην πυρηνική ενέργεια, σχολίασε: «Η επιστήμη εφευρέθηκε μετά την αποφοίτησή μου». Ακουγε στωικά επί μία ώρα την αντιβρετανική ομιλία ενός αφρικανού ηγέτη και αργότερα παραδέχθηκε ότι θα είχε φύγει, αλλά δεν είχε πού να πάει. Από την άλλη, έστειλε κάποτε στη Μάργκαρετ Θάτσερ ένα σημείωμα για έναν ξένο επίσημο στον οποίο εξηγούσε τις θέσεις της επί πολλή ώρα: «Ο κακόμοιρος διέσχισε 600 μίλια για να σε δει. Αφησέ τον να μιλήσει κι εκείνος» της έγραφε.

Η παιδική του ηλικία ήταν «ήσυχη, χαρούμενη και βαρετή». Σπούδασε στο Ιτον και το Σάντχερστ και έγινε ο 6ος λόρδος Κάρινγκτον μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1938, λίγο καιρό πριν καταταγεί στους Γρεναδιέρους, όπου είχαν υπηρετήσει ο πατέρας και ο παππούς του. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κυρίως στη Βορειοδυτική Ευρώπη και κέρδισε το Παράσημο του Σταυρού. Εκείνη την εποχή αποφάσισε ότι θέλει να ακολουθήσει πολιτική καριέρα. Αργότερα έλεγε πως θα ήθελε να διεκδικήσει μια έδρα στη Βουλή των Κοινοτήτων, αλλά κατέλαβε τελικά την έδρα του στη Βουλή των Λόρδων το 1945. Για πρώτη φορά έγινε υφυπουργός από τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος, όταν κάποια στιγμή λόγω μιας κρίσης στο υπουργείο υπέβαλε την παραίτησή του, του είπε: «Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερο να συνεχίσεις». Τελικά παρέμεινε στη θέση του, κάτι για το οποίο ο βρετανικός Τύπος δεν σταμάτησε να τον σχολιάζει. Δεν του άρεσαν οι μικρότητες στην πολιτική ζωή και είχε χάρισμα στη διπλωματία, καθώς με τον ήπιο τρόπο του έδειχνε να πιστεύει περισσότερο στις διαπραγματεύσεις παρά στις αντιπαραθέσεις.

Το 1954 ανέλαβε το υπουργείο Αμυνας και συνέβαλε πολύ εκείνη την εποχή στην ανάπτυξη του ΝΑΤΟ (στο οποίο 30 χρόνια αργότερα θα διατελούσε γενικός γραμματέας επί τέσσερα χρόνια). Ηταν μια ταραγμένη περίοδος με την αυξανόμενη ένταση στις σχέσεις Ανατολής – Δύσης, την εξέγερση των Μάου Μάου στην Κένυα και τα προβλήματα στο κανάλι του Σουέζ. Ξέφυγε από αυτά όταν δέχθηκε το 1956 να γίνει ύπατος αρμοστής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Αυστραλία, απ’ όπου πήρε ένα τηλεγράφημα τρία χρόνια αργότερα από τον ΜακΜίλαν που είχε κερδίσει τις εκλογές και του έλεγε να γυρίσει «αμέσως πίσω» για να αναλάβει το υπουργείο Αμυνας και πάλι.

Το ίδιο υπουργείο τού έδωσε και ο Εντουαρντ Χιθ το 1970. Διεθνώς υπήρχε ένταση, ο αραβοϊσραηλινός πόλεμος δεν άργησε, μετά ήρθε η πετρελαϊκή κρίση και ποιος θεωρήθηκε ως ο πλέον κατάλληλος για να αναλάβει το νεοσυσταθέν υπουργείο Ενέργειας; Ο λόρδος Κάρινγκτον. Στη μακρά πολιτική του καριέρα ενεπλάκη σε πολλές φάσεις της ανάπτυξης του Συντηρητικού Κόμματος και στη διαμόρφωση της πολιτικής του. Λόγω της φήμης του η Μάργκαρετ Θάτσερ τού ζήτησε να τη βοηθήσει πριν γίνει πρωθυπουργός. «Δεν έχει τον δικό μου τρόπο σκέψης», έγραφε η Σιδηρά Κυρία, «αλλά μου αρέσουν το στυλ του, η εμπειρία, η ευφυΐα και, παρότι ξέρω ότι δεν είμαι πολιτικά ορθή, η αίσθηση της αριστοκρατίας που φέρει».

Ο Κάρινγκτον είχε μια σημαντική ικανότητα να επικοινωνεί με όλους ασχέτως υποβάθρου και διέθετε μια ευφυή αστική αβρότητα που του επέτρεπε να δέχεται ότι προέρχεται από προνομιούχο υπόβαθρο χωρίς να γίνεται συγκαταβατικός προς τους άλλους. Αυτή η έμφυτη ικανότητα εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τη Θάτσερ, όταν πολλοί γύρω της, μέσα στους Τόρις, δεν έκρυβαν την περιφρόνησή τους για την «ταπεινή της καταγωγή». Εγινε υπουργός Εξωτερικών της σε μια περίοδο που είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την αποικιοκρατία και έπεσε πάνω στην κρίση των Φόκλαντ. Παραιτήθηκε δύο ημέρες μετά.

Εφυγε από την κυβέρνηση ακόμα πιο δημοφιλής και το 1984 ανέλαβε γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, μια θέση που του ταίριαζε λόγω των διπλωματικών επαφών του και της διαπραγματευτικής του ικανότητας. Ηταν επικεφαλής της ειρηνευτικής διάσκεψης της ΕΕ για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το 1991-92, που όμως δεν πέτυχε. Ο Κάρινγκτον ήταν έξαλλος με την ΕΕ, η οποία, κάτω από τη γερμανική πίεση, αναγνώρισε την Κροατία και μετά τη Βοσνία, καθώς θεωρούσε ότι αυτό δεν συνέβαλλε στο τέλος της σύγκρουσης. Επίσης είχε αντιταχθεί σφοδρά στον βομβαρδισμό της Σερβίας. «Διαθέτει κοινή λογική, αίσθηση της Ιστορίας, ψυχραιμία και χιούμορ» είχε πει για εκείνον ο πρώην πρωθυπουργός Χάρολντ ΜακΜίλαν. «Είναι ο τελευταίος πατρίκιος πολιτικός. Εκείνοι οι οποίοι στη Ρώμη ονομάζονταν «τέλειοι πολίτες»».