«Η εικόνα μού έκοψε την ανάσα! Κυριολεκτικά. Μέχρι εκείνη τη στιγμή το τρέξιμό μου ήταν συμπαθητικό. Καθαρός ουρανός, ήσυχη διαδρομή, καλή θερμοκρασία. Και ύστερα έστριψα στη γωνία και… μπουμ. Ο ήλιος έπεφτε σε εκείνο το συγκεκριμένο δέντρο, εκείνη τη στιγμή, από εκείνη τη σωστή γωνία που έκανε τα φύλλα του να λαμποκοπούν. Δεν κάνω πλάκα! Λαμπύριζαν και εξέπεμπαν ζωντάνια! Εκείνο το «Ωωωω!» που είπα ίσως και να ακούστηκε δυνατά. Κοντοστάθηκα απολαμβάνοντας το θέαμα. Υστερα από λίγες στιγμές, ξανάρχισα να τρέχω. Αυθόρμητα κοίταξα αμέσως το ρολόι μου με το GPS να δω πόσο μου κόστισε το διάλειμμα σε ρυθμό. Και τότε ξανασταμάτησα. «Τι βλάκας που είμαι!» σκέφτηκα. «Μα γιατί το φοράω αυτό το ηλίθιο πράγμα;»».

Αυτό ήταν, γράφει ο Μαρκ Ρεμί στο μπλογκ του στο περιοδικό «Runners World». Οταν έπιασε τον εαυτό του να αναρωτιέται πόσο του κόστισαν δρομικά μερικά λεπτά ομορφιάς σε μια απλή απογευματινή προπόνηση, τότε αποφάσισε πως μάλλον είναι καιρός να επαναπροσδιορίσει μέσα του την ισορροπία μεταξύ κόστους και οφέλους. Μόλις έφτασε στο σπίτι έβγαλε το ρολόι του και δεν το ξαναφόρεσε ποτέ πια. Ομολογεί μάλιστα ότι δεν του λείπει καθόλου! Του λείπει μόνο το «σημάδι» του. Πάντα ήταν πολύ περήφανος για τη λευκή λωρίδα στον καρπό του όταν το υπόλοιπο χέρι μαύριζε από τον ήλιο κάθε καλοκαίρι. Ηταν η απόδειξη ότι έτρεχε. Οσο περισσότερο έτρεχε τόσο πιο έντονο ήταν το σημάδι. Τώρα πια οι καρποί του είναι ομοιόμορφοι.

«Είναι πραγματικά παράξενο» παρατηρεί. «Από τότε που πρωτοξεκίνησα να τρέχω, το 90% των προπονήσεών μου το έκανα με ρολόι στον καρπό. Δεν υπερβάλλω: εννέα στις δέκα, χαλαρά. Για πάρα πολύ καιρό φορούσα το ρολόι τόσο αυτόματα όσο και τα παπούτσια. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Κάτι που μάλλον, για μένα, ήταν μέρος του προβλήματος.

Το θέμα είχε το παρελθόν του. Ο Μαρκ Ρεμί ήταν ποδηλάτης τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Πάντα υπήρχε ένα ταχύμετρο τοποθετημένο στο τιμόνι του. Ηθελε να ξέρει πόσο γρήγορα πήγαινε, πόσο μακριά και πόσα χιλιόμετρα «μάζευε» τον μήνα. Τις θεωρούσε απολύτως απαραίτητες όλες αυτές τις πληροφορίες. Τότε. Οταν λοιπόν, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, το γύρισε από το ποδήλατο στο τρέξιμο, το να φοράει δρομικό ρολόι τού είχε φανεί το πιο φυσικό πράγμα, παρότι η τεχνολογία ήταν ακόμη αρκετά πρωτόγονη. «Για να υπολογίσω το pace -δηλαδή τον δρομικό ρυθμό μετρημένο σε λεπτά ανά χιλιόμετρο- έπρεπε να κάνω μαθηματικά!» θυμάται. «Είχα μια σχετικά καλή σχέση με τις αποστάσεις: ήξερα πως από το σπίτι μου έως το πανεπιστήμιο ήταν περίπου 1,5 χλμ. Ή πως η τάδε διαδρομή είναι 10 χλμ. μετρημένα με το κοντέρ του αυτοκινήτου. Οταν π.χ. έβγαινα να τρέξω ένα οχταράκι έκανα «περίπου» 8 χλμ. και κατ’ επέκταση το pace μου ήταν περίπου 5.00 αφού το μόνο σίγουρο ήταν πως είχα τρέξει για 40 λεπτά».

Και μετά ήρθε το GPS! Ξαφνικά, οι δρομείς είχαν έναν ακριβή τρόπο να μετρούν όχι μόνο απόσταση αλλά και ρυθμό. Σε πραγματικό χρόνο, αλάνθαστο. Τέλειο; Χμμμ. Ισως. Μέχρι το σημείο που συνειδητοποιείς ότι δεν τρέχεις πια για σένα αλλά για το ρολόι. Πως ναι μεν όλα είναι τόσο εύκολα μετρήσιμα και συγκρίσιμα, αλλά τελικά όλοι αυτοί οι αριθμοί σε κάνουν να φεύγεις από την ουσία, δηλαδή τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους άρχισες να τρέχεις. Η ηρεμία και η ευφορία που νιώθεις δεν χωρούν σε υπολογισμούς. Δεν μπορείς να μετρήσεις τον ρυθμό της χαράς. Τουλάχιστον όχι ακόμη.

«Για να μην παρεξηγούμαστε. Φυσικά και εκτιμώ τη χρησιμότητα και τη γοητεία του δρομικού ρολογιού» διευκρινίζει ο Ρεμί. «Γι’ αυτό εξάλλου και το χρησιμοποιούσα τόσο καιρό. Οταν αρχίζεις το τρέξιμο, το ρολόι μπορεί να σε παρακινήσει μετρώντας την πρόοδό σου και να σε βοηθήσει να μην πηγαίνεις πολύ γρήγορα, πολύ μακριά, πολύ νωρίς, κάτι που όλοι ως αρχάριοι θέλουμε να κάνουμε. Επίσης όταν προετοιμάζεσαι για κάποιον αγώνα ένα δρομικό ρολόι παίζει βασικό ρόλο στις προπονήσεις και τα long runs, ενώ κατά τη διάρκεια του αγώνα αυτό είναι που θα σε κρατήσει μέσα στην κούρσα. Φυσικά και μπορείς να προπονηθείς καλά και χωρίς ρολόι, αλλά δεν θα προπονηθείς έξυπνα. Τότε που ήμουν ανταγωνιστικός, το ρολόι μού ήταν απαραίτητο. Χωρίς αυτό δεν θα είχα καταφέρει κανένα από τα προσωπικά μου ρεκόρ. Ούτε καν θα τα πλησίαζα. Επιπλέον, να μην ξεχνάμε και την κοινωνική πλευρά του πράγματος. Ενα δρομικό ρολόι θα είναι πάντα μια σίγουρη ένδειξη πως έχεις να κάνεις με σύντροφο δρομέα. Μια φορά έπιασα κουβέντα με μια κοπέλα σε νοσοκομείο όταν πρόσεξα το ρολόι της και τη ρώτησα «Είσαι δρομέας ε;». Nαι, ήταν».

Στην τελική, το ρολόι δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα εργαλείο. Και όπως κάθε εργαλείο είναι χρήσιμο μέχρι το σημείο που σε βοηθάει να φέρεις εις πέρας μια συγκεκριμένη ενέργεια. Από το 1994, ο Ρεμί έχει τρέξει 26 Μαραθωνίους, οι έξι από αυτούς στη Βοστώνη, με προσωπικό ρεκόρ 2.46. Εχει γράψει τρία βιβλία για το τρέξιμο. Εκείνη την ημέρα στον δρόμο όμως συνειδητοποίησε ότι δεν χρειάζεται ούτε θέλει πια το ρολόι-εργαλείο του. Δεν είχε καμία χρησιμότητα. Του έπεφτε πια πολύ βαρύ. Χάρισε το ρολόι στη γυναίκα του. «Της αρέσει πολύ», χαμογελά. «Της πάει κιόλας! Οσο για μένα, ακόμη συχνά πυκνά πιάνω τον εαυτό μου να κοιτάζω τον καρπό μου ενώ τρέχω. Παλιά συνήθεια, βλέπεις. Ομως δεν αντικρίζω πια ούτε ταχύτητα ούτε pace ούτε αριθμούς και πληροφορίες. Αυτό που βλέπω είναι γαλλική φράση «Ouvrez les yeux» που χτύπησα σε τατού στο εσωτερικό του καρπού μου μερικές εβδομάδες αφού ξεφορτώθηκα το ρολόι. Είναι μια υπενθύμιση προς τον ίδιο μου τον εαυτό. Σημαίνει: «Ανοιξε τα μάτια σου». Πλέον αυτό κάνω. Κι έτσι πορεύομαι».