Επιτέλους, έχουμε ημερομηνία διεξαγωγής των αυτοδιοικητικών εκλογών! Μετά την τροπολογία του «Κλεισθένη Ι», που κατατέθηκε εσπευσμένα στη συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής, γνωρίζουμε πλέον πότε λήγει η τρέχουσα αυτοδιοικητική θητεία και πότε ο λαός θα κληθεί να εκλέξει νέες δημοτικές – και περιφερειακές – Αρχές. Δυστυχώς, και σ’ αυτήν την περίπτωση, η Αυτοδιοίκηση αντιμετωπίστηκε ως «φτωχός συγγενής» της κεντρικής Διοίκησης.

Κατά τα άλλα, με την υπερψήφιση του «Κλεισθένη Ι» από σήμερα η Τοπική Αυτοδιοίκηση καλείται να λειτουργήσει πλέον σε ένα νέο περιβάλλον, το οποίο χαρακτηρίζεται εν πολλοίς από παλιούς γνωστούς κινδύνους αλλά και από αχαρτογράφητα νερά.

Διότι, ο «Κλεισθένης Ι» δεν αντιμετωπίζει τα ουσιαστικά θεσμικά προβλήματα της Αυτοδιοίκησης. Παρά τις επιμέρους αλλαγές προς θετική κατεύθυνση που εμπεριέχει, συνολικά δεν συνιστά τη βαθιά μεταρρύθμιση τύπου «Καλλικράτη» που ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στις προσδοκίες μιας σύγχρονης Αυτοδιοίκησης με αποκέντρωση και αυτοτέλεια έναντι του κράτους. Με άλλα λόγια, ο «Κλεισθένης Ι» προσομοιάζει περισσότερο σε ένα «νομοσχέδιο-σκούπα» που αντιμετωπίζει τα προβλήματα με σημειακές παρεμβάσεις – χωρίς όμως και αυτές να είναι εξαντλητικές και ολοκληρωμένες. Επιπλέον, χαρακτηρίζεται από προχειρότητα, ενώ παραπέμπει στο απροσδιόριστο μέλλον τις αλλαγές που είναι ανάγκη να γίνουν τώρα στην Αυτοδιοίκηση και στο κράτος. Τέλος, δημιουργεί έντονες επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα της Διοίκησης που περιγράφει, καθώς εισάγει ένα νέο εκλογικό σύστημα που μένει να αποδειχτεί στην πράξη κατά πόσον όντως εκσυγχρονίζει και εκδημοκρατίζει περαιτέρω τον θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπως εξαγγέλλουν οι εμπνευστές του, ή απλώς τον οδηγεί στην ακυβερνησία, στις συναλλαγές και τον παραγοντισμό.

Οπως και να έχει, η Τοπική Αυτοδιοίκηση εξακολουθεί σήμερα να έχει ανάγκη να καταστεί στ’ αλήθεια αυτόνομη, αυτεξούσια και οικονομικά ανεξάρτητη, ώστε να προσεγγίσει σ’ αυτό που σε άλλες χώρες αποκαλείται «τοπική διακυβέρνηση». Οι βαθιές μεταρρυθμίσεις παραμένουν αναγκαίες και ζητούμενες.

Προσωπικά έχω κάνει πολλές προσπάθειες για να προωθηθεί επιτέλους η διοικητική αποκέντρωση που απαιτείται προκειμένου η Αυτοδιοίκηση να ανταποκρίνεται στο όνομα και στην αποστολή της. Είτε με την Κίνηση των Πέντε Δημάρχων κατά την προηγούμενη θητεία είτε με αφορμή διάφορα δυσεπίλυτα προβλήματα που προκύπτουν στην καθημερινή λειτουργία του δήμου. Οι κατά καιρούς διατυπωθείσες προτάσεις μας, δυστυχώς, δεν ευτύχησαν.

«Ηταν στραβό το κλήμα, τό ‘φαγε κι ο γάιδαρος». Από τη μια, η σκληρή στάση και οι παλινωδίες της κυβέρνησης που επί δύο χρόνια υποσχόταν βαθιά θεσμική μεταρρύθμιση, αλλά μετά επιχείρησε να κλείσει το θέμα με συνοπτικές διαδικασίες, ενώ την ίδια στιγμή ενέτασσε στη «μεταρρύθμιση» τον νέο εκλογικό νόμο, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις των αυτοδιοικητικών. Από την άλλη, η στάση θεσμικών εκπροσώπων της ίδιας της Αυτοδιοίκησης που προτίμησαν να στοιχηθούν πίσω από τις κομματικές – αντιπολιτευόμενες και αντικυβερνητικές – κραυγές άρνησης και καταδίκης (πλην φωτεινών εξαιρέσεων που τήρησαν συναινετική, ουσιαστικά αυτοδιοικητική, στάση).

Η δική μας θέση ήταν ότι, μολονότι ο «Κλεισθένης» απέχει από μια πραγματική θεσμική μεταρρύθμιση, η δημόσια διαβούλευση θα έπρεπε να γίνει, προσβλέποντας στην κατά το δυνατόν βελτίωση του νέου νόμου που θα διέπει την Αυτοδιοίκηση. Επιμείναμε, μάλιστα, για τη διευκόλυνση της συζήτησης, ότι το θέμα του εκλογικού συστήματος – το οποίο άλλωστε δεν αποτελεί θεσμική μεταρρύθμιση, αλλά εργαλείο – θα έπρεπε να αποσυρθεί και να τεθεί ενδεχομένως σε επόμενο στάδιο, με την ανάλογη σοβαρότητα για τις επιπτώσεις του στη λειτουργία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, και με πρόταση για ένα αναλογικότερο σύστημα αλλά με φροντίδα για τη διασφάλιση της κυβερνησιμότητας, πράγμα που δεν κάνει ο «Κλεισθένης Ι». Διότι, οι συναινέσεις δεν επιβάλλονται με νόμο πριν καλλιεργηθούν στην κοινωνία και στο πολιτικό σύστημα.

Οσο για τα πολιτικά κόμματα που αποτελούν βασικό και αναντικατάστατο θεσμικό πυλώνα και εγγυητή του πολιτεύματος, θα έπρεπε να κατανοήσουν ότι δεν είναι δουλειά τους να εμπλέκονται άμεσα σε πεδία που κατά το Σύνταγμα είναι διακριτά. (Εκτός και αν επιθυμούν την απευθείας εμπλοκή τους στην Αυτοδιοίκηση. Οπότε, ας τολμήσουν να καταθέσουν νομοθετική πρόταση για συνδυασμούς και ψηφοδέλτια υποδεικνυόμενα απευθείας από τα κεντρικά πολιτικά κόμματα κι ας μην κρύβονται πίσω από δήθεν ανεξάρτητα σχήματα). Τέλος, η Αυτοδιοίκηση από την πλευρά της πρέπει να αποδεχτεί ότι δεν αποτελεί ούτε κυβερνητικό παρακολούθημα ούτε αντικυβερνητική συσπείρωση, ότι δεν ρίχνει ούτε αναδεικνύει κυβερνήσεις.

«Κοντός ψαλμός αλληλούια», όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός. Αλλη μια ευκαιρία για θεσμική ενδυνάμωση της Αυτοδιοίκησης παρήλθε και δυστυχώς για ακόμη μια φορά η Αυτοδιοίκηση ασφυκτιά στη μέγκενη του κεντρικού κράτους και των μικροκομματικών συμφερόντων. Οι χαμένοι, για άλλη μια φορά, είναι η Αυτοδιοίκηση και φυσικά οι πολίτες.

Εμείς, από την πλευρά μας, ως διοίκηση του Δήμου της Θεσσαλονίκης θα συνεχίσουμε να προσπαθούμε για μια ισχυρή Αυτοδιοίκηση αλλά και για το καλύτερο για τους πολίτες και την ανάπτυξη της πόλης, γιατί γι’ αυτό μας έχουν εκλέξει δυο φορές και αυτό περιμένουν από μας οι Θεσσαλονικείς.