Την εκτίμηση ότι θα κυρωθεί με ευρεία πλειοψηφία η συμφωνία των Πρεσπών, όταν εκείνη έρθει στη Βουλή, εξέφρασε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος.

«Δεν υπάρχει θέμα να ζητηθεί ψήφος από 180 βουλευτές, ενώ δεν υπάρχει και τέτοια συνταγματική επιταγή» πρόσθεσε ο υπουργός Επικρατείας, ξεκαθαρίζοντας μάλιστα ότι εφόσον οι ΑΝΕΛ δεν ψηφίσουν και εφόσον τεθεί θέμα εμπιστοσύνης, ο πρωθυπουργός «θα ζητήσει και θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης».

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αναφέρθηκε σε όσους διασπείρουν, τις τελευταίες ημέρες, «άθλιες φήμες» περί δήθεν «συναλλαγής» της ελληνικής κυβέρνησης με αντικείμενο το Μακεδονικό για να εξασφαλιστεί λύση στο χρέος και επισήμανε ότι φανερώνουν δύο πράγματα:

Πρώτον, την άγνοιά τους για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι θεσμοί και οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη.

Δεύτερον, ότι έχουν, πλέον αποδεχθεί, ότι η κυβέρνηση θα εξασφαλίσει μία θετική ρύθμιση για το ελληνικό χρέος, μία ρύθμιση που ούτε στον ύπνο τους δεν είχαν δει όσοι συμμετείχαν στην κυβέρνηση Σαμαρά-Βνιζέλου και σπεύδουν τώρα να απομειώσουν άλλη μία κυβερνητική διαπραγματευτική επιτυχία.

«Αφού, λοιπόν, εξαντλήθηκε η κινδυνολογία περνάνε, πλέον, στο σύμπαν του παραλογισμού και του ανορθολογισμού. Τους ευχόμαστε καλά ξεμπερδέματα» σχολίασε.

Ο υπουργός Επικρατείας κατηγόρησε τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκο Μητσοτάκη, ότι «με τη στάση του νομιμοποιεί αντικειμενικά τη φασιστική ρητορεία και τις φασιστικές πρακτικές και είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τον ακροδεξιό εκφυλισμό της Νέας Δημοκρατίας».

«Οι δυνάμεις που εχθρεύονται τη συμφωνία και στις δύο χώρες έχουν κοινή βάση επιχειρημάτων την πατριδοκαπηλία, την αλλοίωση της Ιστορίας και φυσικά τον άκρατο λαϊκισμό» υπογράμμισε ο κ. Τζανακόπουλος και πρόσθεσε: «Η ΝΔ και το VMRO όχι μόνο αγνοούν την ιστορική τους ευθύνη για τη διαιώνιση του προβλήματος, αλλά, σήμερα, υπό την ηγεμονία ακροδεξιών ομάδων στο εσωτερικό τους, προσπαθούν για μία ακόμη φορά να παίξουν το τελευταίο τους χαρτί. Το χαρτί του διχασμού. Του διχασμού ανάμεσα σε δήθεν πατριώτες και δήθεν προδότες».

Παρόλα αυτά, παρατήρησε πως οι προβοκατόρικες ενέργειες των τελευταίων ημερών που έχουν οργανωθεί από μία χούφτα μελών και στελεχών της ΝΔ σε αγαστή συνεργασία με Χρυσαυγίτες δεν μπορούν να δημιουργήσουν την εικόνα του εθνικού διχασμού. Κι αυτό γιατί, όπως είπε, «η συντριπτική πλειοψηφία των μελών της ΝΔ δεν πρόκειται να ακολουθήσει την ηγεσία της, αλλά και μερίδα του Τύπου που υποστηρίζει τη χρυσαυγίτικη μετάλλαξη του ιστορικού κόμματος της Κεντροδεξιάς».

Σχετικά με τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους, ο υπουργός Επικρατείας τόνισε πως είναι, ήδη, γνωστό το πλαίσιο, στο οποίο θα κινηθεί η απόφαση και δεν είναι άλλο από αυτό που όρισε το Eurogroup της 15ης Ιουνίου του 2017, δηλαδή, τη θέσπιση ανώτατου ετήσιου ορίου των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών του ελληνικού Δημοσίου στο 15% του ΑΕΠ και τον προσδιορισμό μέτρων που καθιστούν βιώσιμο το ελληνικό χρέος στο βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επίπεδο.

Απαντώντας σε σχετική ερώτηση είπε ότι «θα είναι απολύτως αξιόπιστη και πειστική για τις αγορές η λύση για το χρέος».

Ο κ. Τζανακόπουλος εξέφρασε την αισιοδοξία της κυβέρνησης ότι «βρισκόμαστε ενόψει μίας ουσιαστικής λύσης, η οποία θα επιδράσει πολλαπλασιαστικά στην ήδη καταγεγραμμένη δυναμική της ελληνικής οικονομίας» και παρατήρησε: «Κοινά αποδεκτό κριτήριο για όλους τους εμπλεκόμενους στις συζητήσεις είναι η λύση να είναι πειστική στις αγορές και να εμπεδώσει το αξιόχρεο της Ελλάδας. Δηλαδή, να αποτελέσει την τελευταία πράξη για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας, η οποία θα μπορεί με σίγουρα και σταθερά βήματα να οργανώσει την επόμενη μέρα της, ως μία κανονική, σύγχρονη, ευρωπαϊκή χώρα».

Ο μηχανισμός παρακολούθησης της ελληνικής οικονομίας δεν περιλαμβάνει καμία απολύτως δέσμευση για νέα μέτρα, δήλωσε ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, στην εισαγωγική τοποθέτησή του, κατά τη διάρκεια ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών, και χαρακτήρισε «ιστορική» την αυριανή συνεδρίαση του Eurogroup, γιατί σε αυτή θα επικυρωθεί και τυπικά η ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης του τελευταίου ελληνικού προγράμματος.